Γράφει ο Αντώνης Πατενιώτης (μέρος 2)
H Ιδανικότερη περίοδος για να ασχοληθεί κάποιος με το ψάρεμα των γερμανών από την ακτή, με την τεχνική του εγγλέζικου, είναι αυτή του καλοκαιριού, με πλήρη κορύφωση κατά το δίμηνο του Ιουλίου-Αυγούστου.
Το ψάρεμα τους, πραγματοποιείτε αποκλειστικά την ημέρα αφού μόνο τότε δραστηριοποιούνται πάρα πολύ έντονα και μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε αρκετούς. Τη νύχτα, απλά… τους ξεχνάμε. Οι γερμανοί μετά την δύση του ηλίου, δεν αφήνουν σχεδόν ποτέ τις φωλιές τους και την σιγουριά που βρίσκουν ανάμεσα στις σχισμές και τις τρύπες των βραχωδών υφάλων. Οι καλύτερες ώρες για το ψάρεμα τους θεωρούνται οι πρώτες πρωινές κατά το ξημέρωμα και μέχρι ο ήλιος να «ανέβει» για τα καλά, επάνω από τα κεφάλια μας.
Για να πραγματοποιηθεί με αξιώσεις το ψάρεμα του γερμανού, προϋποθέτει την χρήση μιας ελαφριάς μορφής της εγγλέζικης τεχνικής, με την μόνη διαφορά εξοπλιστικά, το μολυβωμένο και σταθερό είδος φελλού. Ο μολυβωμένος και σταθερός φελλός, διαθέτει την απαιτούμενη «υψηλή ευαισθησία» και την σταθερότητα που χρειαζόμαστε ψαρεύοντας με εγγλέζικο τρόπο, εκτός απάνεμων λιμανιών.
Η αρματωσιά όπως είναι απολύτως λογικό θα είναι και αυτή σταθερή, λόγω κυρίως της άγριας μορφής του τοπίου που εδρεύουν οι γερμανοί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως καταλαβαίνουμε για να υπάρξει άμεση απόκριση στο φελλό κατά το «ανεπαίσθητο» τσίμπημα των γερμανών. Το μεγάλο και οριακό πολλές φορές ζύγισμα του φελλού, βοηθά τον ψαρά να αντιδράσει άμεσα στον πιο κατάλληλο και σωστό χρόνο, για να επιτύχει το τέλειο κάρφωμα του ψαριού και να αποφύγει κάποιο τυχόν βράχωμα. Έτσι λοιπόν, η χρήση ενός σταθερού συνόλου αρματωσιάς κρίνεται επιτακτική και ιδιαίτερης σημασίας αφού και το συνηθισμένο βάθος που τους ψαρεύουμε δεν ξεπερνά τα 3 με 4 μέτρα.
Τα μικροτσιμπήματα του γερμανού, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οφείλονται στην μικρή κατασκευή του γενικά, αλλά και ιδιαιτέρως στο μικρό του στοματάκι. Βέβαια, λόγω της ιδιοτροπίας που έχουν να πλαγιάζουν κυριολεκτικά, όταν τους αγκιστρώσουμε και τους φέρνουμε γρήγορα προς την απόχη μας, προβάλουν μια ιδιαίτερη αντίσταση δυσανάλογη του μικρού μεγέθους τους.
Καλάμι και μηχανισμός
Τα καλάμια που προτιμούμε για το ψάρεμα των γερμανών, ανήκουν στην «μικρή» κατηγορία αυτών της εγγλέζικης τεχνικής, που θα δούμε παρακάτω. Όλοι εμείς εδώ, οι Νότιοι… έχουμε συνηθίσει να τα αποκαλούμε συχνά «βίτσες». Κατασκευασμένα ως επί το πλείστον από ελαφρά και ποιοτικά υλικά, όπως είναι το carbon, έχουν μήκος που μπορεί να κυμαίνεται από τα 3.50m έως και τα 4.50m. ανεξάρτητα από το αν είναι δίσπαστα, τρίσπαστα ή τηλεσκοπικά.
Το βάρος ρίψης ή αλλιώς το c.w των καλαμιών αυτών επιλέγεται να είναι κάπου ανάμεσα στα όρια των 5 – 25gr. ή 10-30gr. με μεσαία προς σκληρή δράση. Η παραπάνω επιλογή γίνεται με βασικό γνώμονα το ότι ψαρεύουμε σε βραχώδεις τόπους, όπου συνήθως δεν έχουμε την πολυτέλεια να «παίξουμε» για πολύ ώρα έχοντας αγκιστρωμένο κάποιο ψάρι. Πρέπει δηλαδή να διαθέτουν μια σχετική σκληρότητα για να μπορούμε εύκολα και γρήγορα να απομακρύνουμε από τον βυθό το ψάρι που τσίμπησε και να το οδηγήσουμε με σιγουριά στην απόχη μας.
Ερχόμενοι πλέον στο σημείο να επιλέξουμε το μηχανισμό που θα συνδυάσουμε για το ψάρεμα των γερμανών, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτό το κομμάτι του εξοπλισμού πρωταγωνιστεί γενικά στο εγγλέζικο ψάρεμα. Διαλέγουμε λοιπόν ένα γρήγορο, μικρό μα αξιόλογο μηχανισμό από την κατηγορία των πισόφρενων, που φημίζονται για την άριστη λειτουργία και ευελιξία στις μικρορυθμίσεις των φρένων τους. Το ιδανικό του μέγεθος, βάσει της κατηγοριοποίησης που εφαρμόζουν οι περισσότερες εταιρίες, θα πρέπει να είναι μεταξύ 2000 με 2500 και με όσο το δυνατόν πιο ελάχιστο βάρος.
Η διάμετρος της πετονιάς που θα χρειαστούμε για να εφοδιάσουμε τον μηχανισμό δεν θα ξεπερνά σε καμία περίπτωση τα 0.18-0.20mm. παρά το άγριο τερέν της ψαρεύτρας μας. Για το παράμαλλο αξίζει να επενδύσουμε σε μια καλή και φυσικά αόρατη πετονιά fluorocarbon, διαμέτρου της τάξεως των 0.16-0.18mm κυρίως λόγω της διαύγειας των νερών που επικρατεί, στην θάλασσα την ημέρα.
Συνεχίζεται…