Ίσως μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές στην ιστορία της λογοτεχνίας βρίσκεται στο μυθιστόρημα «1984» του Τζορτζ Όργουελ. Είναι η σκηνή όπου ο Ουίνστον Σμιθ, ο βασικός χαρακτήρας του έργου, βασανίζεται ανελέητα από τον άνθρωπο του Κόμματος, τον Ο’Μπράιεν. Τα βασανιστήρια γίνονται στον «Θάλαμο 101» – ένας θάλαμος που και μόνο στο άκουσμά του οι αιχμάλωτοι παραλύουν από τον τρόμο τους. Σκοπός του βασανισμού είναι η πλήρης ταπείνωση, η υποταγή και η τελική δήλωση πίστης στον πανταχού παρόντα και ωστόσο αθέατο Μεγάλο Αδελφό.
Στη διάρκεια του βασανισμού του ο Σμιθ, μαζεύοντας και τα τελευταία μόρια της δύναμής του, προσπαθεί να διατηρήσει την επαφή με τον πυρήνα του εαυτού του και τις βασικές αρχές του. Παρά τον ανυπολόγιστο πόνο που του προκαλεί ο βασανιστής του, ο Σμιθ του λέει:«Είναι αδύνατο να θεμελιώσεις έναν πολιτισμό πάνω στο φόβο, στο μίσος και στην σκληρότητα. Δεν θα έχει ποτέ διάρκεια». Και λίγο αργότερα, στην ερώτηση του βασανιστή του αν πιστεύει στο Θεό, ο Σμιθ απαντά «όχι». Αυτό προκαλεί την έκπληξη του βασανιστή. «Και τότε ποια είναι αυτή αρχή που θα μας κάνει να αποτύχουμε;» ρωτά τον Σμιθ. «Δεν ξέρω, το πνεύμα του ανθρώπου» απαντά εκείνος.
Τα βασανιστήρια συνεχίζονται και κορυφώνονται. Ο Σμιθ θα υποστεί το τελικό μαρτύριο με τον αρουραίο, τον έσχατο φόβο του. Θα σπάσει, θα λυγίσει, θα ταπεινωθεί. Θα βγει από την φυλακή ένας άλλος, ένα ταπεινωμένο υπόλειμμα ανθρώπου.
Για δικούς του λόγους ο Όργουελ επέλεξε ένα τέλος που αφήνει μια έντονη αίσθηση απαισιοδοξίας και σκεπτικισμού για την ανθρώπινη φύση: στο τέλος του έργου ο Σμιθ δηλώνει υποταγή και αγάπη στον Μεγάλο Αδελφό.
Διατηρούμε το δικαίωμα να φανταστούμε ένα άλλο τέλος, μια άλλη ερμηνεία. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το πάντα απρόβλεπτο και ανεξιχνίαστο πνεύμα του ανθρώπου θα κάνει και πάλι το θαύμα του. Αρκεί μια σπίθα, ένας εσωτερικός κλονισμός, ένα σκίρτημα αφύπνισης. Η εποχή μας έχει τους δικούς της «Μεγάλους Αδελφούς» και τους δικούς της «θαλάμους 101». Δισεκατομμύρια άνθρωποι βασανίζονται και απειλούνται καθημερινά από κάθε λογής εξουσίες. Κατά κανόνα κάθε σύστημα εξουσίας είναι μια άρνηση του ανθρώπου και της ατομικότητάς του. Ακόμα και οι λεγόμενες «δημοκρατίες» έχουν μεταλλαχθεί ριζικά σε απάνθρωπα συστήματα θανατοπολιτικής.
Ας αγωνιστούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, στο μέτρο των δυνάμεων και των αντοχών του. Αλλά όχι υποταγή, όχι παραίτηση. Η παραίτηση υποβιβάζει τον άνθρωπο στην κατηγορία του σκλάβου. Η αντίσταση στην τυραννία τον καθιστά κύριο της ύπαρξής του. Παρά τους πρόσκαιρους θριάμβους του το σπαθί θα νικηθεί στο τέλος από το Πνεύμα του Ανθρώπου.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».