Αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που αφορά τον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργίες στα πρωτοβάθμια σωματεία είναι η κυβέρνηση, καθώς σύμφωνα με την επιστολή που απέστειλε προς το ΔΝΤ, προκειμένου αυτό να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, δεσμεύθηκε μέχρι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο να υπάρξουν αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, που θα προβλέπουν ότι προκειμένου να υπάρχει απαρτία για να αποφασιστεί απεργία θα πρέπει να συμμετέχει το 51% των εργαζομένων που εκπροσωπούνται στα σωματεία.
Επισημαίνεται ότι η αλλαγή του συγκεκριμένου νόμου αποτελεί πάγιο αίτημα του ΔΝΤ από την εποχή του πρώτου μνημονίου το 2010 και περιλαμβάνεται άλλωστε και στα 113 προαπαιτούμενα που πρέπει να υλοποιηθούν έως τον Αύγουστο του 2018.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση όπως και ο επανυπολογισμός των συντάξεων αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα αγκάθια της τρίτης αξιολόγησης που θα λάβει χώρα το φθινόπωρο.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο 1264/1982 (άρθρο 8), για τη λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση από ένα πρωτοβάθμιο σωματείο, εφόσον το καταστατικό του επιχειρησιακού σωματείου δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση και για να ληφθεί απόφαση, κατά τις συνελεύσεις, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων µελών.
Οι εκπρόσωποι των συνδικάτων θεωρούν μια τέτοια συζήτηση για την αλλαγή του νόμου 1264/82 προσχηματική και κατηγορούν την κυβέρνηση ότι «στην ουσία έχει αποδεχθεί την αλλαγή του νόμου για τις απεργίες».
Το ενδεχόμενο αλλαγής της συγκεκριμένης διάταξης και η θέσπιση του ορίου του 51% των «οικονομικά τακτοποιημένων µελών» ενός σωματείου για τη λήψη απόφασης για απεργία εκτιμάται ότι θα δημιουργήσουν ιδιαίτερα προβλήματα κυρίως στα σωματεία εκείνα που έχουν πανελλαδικό χαρακτήρα λόγω της φύσης της επιχείρησης στην οποία δραστηριοποιούνται.
Στελέχη των συνδικάτων εκτιμούν ότι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ληφθεί απόφαση για απεργία, καθώς στην πράξη μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πανελλαδικής ψηφοφορίας, αφού θα απαιτείται να στηθούν κάλπες σε όλες τις τοπικές μονάδες μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.
Τι ισχύει στην Ευρώπη
Σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Κ. Παπαδημητρίου, η οποία έγινε το 2014, ως προς τους όρους κήρυξης της απεργίας η Ελλάδα τοποθετείται στο κέντρο της ευρωπαϊκής κλίμακας.
Κατά κανόνα απαιτείται να ληφθεί απόφαση από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων με μυστική ψηφοφορία των μελών της, ενώ αρκείται σε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης, εάν πρόκειται για συνδικαλιστική οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας -από αυτό που βρίσκεται η Ελλάδα- εντάσσονται χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία στις οποίες την απόφαση για κήρυξη απεργίας μπορούν να λάβουν ακόμη και άτυπες ομάδες εργαζομένων. Αντίθετα, στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η Βουλγαρία στην οποία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης.
Σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή κ. Παπαδημητρίου η ρύθμιση τύπου Βουλγαρίας είχε κατακριθεί έντονα από τα αρμόδια όργανα του συμβουλίου της Ευρώπης. Στη Μεγάλη Βρετανία για τη λήψη απόφασης για απεργία απαιτείται δημοψήφισμα με συμμετοχή των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά με την επιβολή εξαιρετικά δυσκίνητων διαδικασιών.