Ο Μάνουελ Νόιερ δήλωσε κάποτε ότι «μπορείς να προγραμματίσεις, αλλά ό,τι συμβαίνει σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου δεν μπορεί να προβλεφθεί». Λαμβάνοντας ως γεγονός ότι το ποδόσφαιρο χαρακτηρίζεται από την λέξη απρόβλεπτο, γι’ αυτό καθίσταται τόσο δημοφιλές παγκοσμίως (σ.σ. γιατί όσο πιο τρομερό είναι το αποτέλεσμα ενός αγώνα, τόσο πιο αξιομνημόνευτο θα μείνει στην ιστορία), άρχισε μία έρευνα. Επίκεντρο της οποίας είναι οι πιθανότητες πρόβλεψης των αποτελεσμάτων των αναμετρήσεων.
Ειδικότερα, κατά την διάρκεια της έρευνας αναλύθηκαν χιλιάδες ματς των τελευταίων 26 χρόνων. Με βάση δεδομένων από σχεδόν 88.000 παιχνίδια από 11 κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης από το 1993 έως το 2019, αναπτύχθηκε ένα μοντέλο ανάλυσης αποτελεσμάτων. Με λίγα λόγια το πρόγραμμα θα προσπαθούσε να προβλέψει εάν η γηπεδούχος ή η φιλοξενούμενη ομάδα θα κέρδιζε βάση των αποδόσεών τους σε συγκεκριμένο αριθμό προηγούμενων αγώνων. Από το μοντέλο οι ισοπαλίες εξαιρέθηκαν για τεχνικούς λόγους.
Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα ανάλυσης που εφαρμόστηκε δεν είναι τόσο πολύπλοκο όσο τα υπερσύγχρονα προγνωστικά μοντέλα που χρησιμοποιούν οι μεγάλες εταιρείες στοιχήματος για να καθορίσουν τις αποδόσεις των αγώνων. Ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται τροφοδοσία από τόσο λεπτομερή στοιχεία που είναι αδύνατον να βρεθούν για παιχνίδια περασμένων δεκαετιών, ήταν εφικτό να συμπεριληφθεί στην έρευνα ένας τόσο μεγάλος αριθμός αγώνων.
Παρά την απλότητα η οποία καθιστά το μοντέλο λιγότερο ακριβές όσο τα υπερσύγχρονα σημερινά, το ποσοστό επιτυχίας του ήταν εντυπωσιακό. Με ανάλυση όλων των εντός και εκτός έδρας αγώνων για διάστημα 26 χρόνων, η επιτυχία του ξεπέρασε το 75%. Όπως ανακαλύφθηκε με την πάροδο των ετών, γίνεται ευκολότερη η πρόβλεψη των αγώνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρωτάθλημα της Γερμανίας. Στην Bundesliga, π.χ., το μοντέλο μπορούσε να προβλέψει σωστά κατά 60% τα αποτελέσματα παιχνιδιών της δεκαετίας του ’90. Eνώ στα σύγχρονα η επιτυχία του ξεπερνάει το 80%!
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή τώρα έχουμε περισσότερα δεδομένα στα οποία μπορούμε να βασίσουμε τις προβλέψεις μας. Στον αντίποδα, η έρευνα αποδίδει την ευκολότερη πρόβλεψη σε δύο κομβικά στοιχεία. Το πρώτο όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι τα χρήματα. Η οικονομική γιγάντωση καθιστά τους πλούσιους συλλόγους πλουσιότερες, διευρύνοντας κατά 70% το χάσμα με τους ασθενέστερους οικονομικά συλλόγους. Η ανισότητα αντανακλάται και στα αποτελέσματα. Όταν έχεις περισσότερο κέρδος, επενδύεις ευκολότερα και πιο συχνά στην αγορά καλύτερων ποδοσφαιριστών. Κάπως έτσι δημιουργούνται ισχυρότερες ομάδες.
Το δεύτερο κομβικό στοιχείο είναι η αποδυνάμωση της έδρας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι γηπεδούχοι είχαν 30% μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης (65% να νικήσει έναντι 35% να ηττηθεί) ακόμη και κόντρα σε πιο ισχυρούς φιλοξενούμενους. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, το πλεονέκτημα αυτό έχει μειωθεί στο 15%. Ο λόγος έχει να κάνει ότι η ποιότητα των πιο εύπορων ομάδων τις «θωρακίζει» περισσότερο στην πίεση που δημιουργεί η έδρα.
Η κατακλείδα της έρευνας προειδοποιεί, ότι το ποδόσφαιρο κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά απ’ αυτό που μοιάζει να το γιγαντώνει, δηλαδή το χρήμα. Η αύξηση των οικονομικών «ανοιγμάτων» μεταξύ των πλουσιότερων ομάδων με τις υπόλοιπες, τόσο πιο προβλέψιμα θα κάνει τα αποτελέσματα. Σύμφωνα με την έρευνα, για να μη γίνει η επιτυχία του ποδοσφαίρου η αιτία της παρακμής του, βασικό μέτρο είναι η θέσπιση αυστηρότερων κανονισμών σχετικά με τα έσοδα, τις δαπάνες και τους μισθούς των ποδοσφαιριστών, όπως και η ορθολογικότερη διαχείριση των κεφαλαίων. Διότι ένα παιχνίδι που είναι εύκολο να το προβλεφθεί δεν είναι ένα παιχνίδι που θα συνεχίσει να φέρνει αναγκαστικά κόσμο στα γήπεδα.
Με πληροφορίες από theconversation.com