Δεν γνωρίζω το παρελθόν τους. Δεν γνωρίζω την πορεία της ζωής τους. Δεν γνωρίζω πώς κατέληξαν ολομόναχοι και σακατεμένοι από την ζωή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όλα είναι πιθανά για όλους και ότι στην εποχή μας οποιαδήποτε ζωή μπορεί να πάει στραβά και να βρεθεί σε τραγικά αδιέξοδα.
Στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου, στο μικρό πάρκο δίπλα στο περίπτερο, δυο ή τρεις άνθρωποι – δεν ξέρω πόσοι ακριβώς – εκθέτουν την άστεγη ζωή τους στα αδιάφορα βλέμματα των περαστικών. Ο ένας λέγεται Παναγιώτης – έμαθα το όνομά του πρόσφατα. Μικροκαμωμένος και ήσυχος έχει βάλει ένα πτυσσόμενο κρεβάτι δίπλα στο παγκάκι. Τις περισσότερες φορές που περνάω από κει τον βλέπω να κοιμάται. Κάποιες άλλες φορές κάθεται στο παγκάκι με έναν άλλο άνθρωπο που έχει το δικό του αυτοσχέδιο κρεβάτι και τα λιγοστά του υπάρχοντα στο βάθος του μικρού πάρκου. Μιλάνε, πίνουν και περιμένουν…
Στις βραδινές βόλτες μας με το παιδί και τη γυναίκα μου σταματάμε για λίγο και μιλάμε με τον Παναγιώτη. Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά – μια ελάχιστη βοήθεια, για να βγάλει τη βραδιά με κάποια αξιοπρέπεια. Μου είπε τις προάλλες ότι είχε πάρει για ένα διάστημα το μηνιαίο βοήθημα των 200 ευρώ – αν κατάλαβα καλά τώρα δεν παίρνει τίποτα. Μου είπε ακόμα ότι κάποιες προσπάθειες που έκανε με τις υπηρεσίες του δήμου δεν είχαν αποτέλεσμα.
Το χειμώνα σκέφτεται να βρει καταφύγιο στο παλιό ετοιμόρροπο σπίτι, λίγο πιο κάτω, κοντά στην στάση των ΚΤΕΛ – όποιος ξέρει την γειτονιά θα καταλάβει για ποιο ερείπιο μιλάω, μια τρώγλη που δεν κάνει ούτε για τα ποντίκια.
Το παιδί ανησυχεί. «Πώς θα βγάλει τον χειμώνα με τις βροχές και τα κρύα;» με ρώτησε χθες το βράδυ την ώρα πουφαίνονταν αστραπές στα βάθη του σκοτεινού ουρανού, την ώρα που αφήναμε πίσω μας το παρκάκι και την εικόνα του Παναγιώτη πάνω στο μεταλλικό, πτυσσόμενο κρεβάτι, τυλιγμένο με τα κουρέλια.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Αποφάσισα να γράψω αυτό το μικρό κείμενο σαν απάντηση στο ερώτημα και στην αγωνία του.
(Ας βοηθήσει ο καθένας μας όπως μπορεί. Άνθρωποι είμαστε και δεν ξέρουμε πια τι ξημερώνει για τον καθένα. Η διεύθυνση του Παναγιώτη είναι «μικρό πάρκο δίπλα στο περίπτερο, πλατεία Αγίου Φραγκίσκου στη Ρόδο»).
Δείτε ΕΔΩ όλα τα άρθρα του συγγραφέα Γιώργου Ταρασλιά
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».