Στο έργο του «Ο μύθος του Σίσυφου – Δοκίμιο πάνω στο παράλογο» ο Αλμπέρ Καμύ αναλύει με μοναδική διαύγεια τον αρχαίο μύθο και τις συμβολικές του προεκτάσεις. Ο αρχαίος ήρωας Σίσυφος, τιμωρημένος από τους θεούς για ανυπακοή, καταδικάζεται να κουβαλά αιώνια έναν βράχο από τους πρόποδες μέχρι την κορυφή ενός λόφου. Ο βράχος ξανακύλα κάθε φορά στους πρόποδες και ο Σίσυφος τον ανεβάζει και πάλι στην κορυφή σε μια ατέλειωτη επανάληψη χωρίς ελπίδα σωτηρίας και λύτρωσης.
Κατά τον Καμύ ο αρχαίος ήρωας συμβολίζει τον άνθρωπο κάθε εποχής (τον παλιό και σύγχρονο εργάτη) που από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του είναι καταδικασμένος σε μια καθημερινή επανάληψη κινήσεων και έργων στα οποία μάταια προσπαθεί να βρει ένα νόημα απόλυτο και ικανό να δικαιώσει την αφόρητη και αποκαρδιωτική προσπάθειά του. Στο τέλος υπάρχει ο θάνατος και ο απολογισμός ενός τεράστιου μόχθου που θα μείνει για πάντα μάταιος και ανεξήγητος.
Στο άλλο κορυφαίο δοκίμιό του, στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» ο Καμύ ρίχνειφως στις ψυχολογικές, κοινωνικές, υπαρξιακές και μεταφυσικές διαστάσεις τουφαινομένου της εξέγερσης και παράλληλα κάνει μια αποτίμηση των επαναστάσεων και τωνεξεγέρσεων όπως αυτές εκδηλώθηκαν σε διάφορα κινήματα στην τέχνη και την φιλοσοφία καθώςκαι στην κοινωνική και πολιτική δράση. Με μια γλώσσα μοναδικής ομορφιάς και αναγνωστικής απόλαυσης αναλύει και περιγράφει τον εξεγερμένο κάθε εποχής, «τον σκλάβο που ξαφνικά κρίνει μια νέα εντολή ως απαράδεκτη». Και τότε αρχίζουν όλα.
Στην δική μου φαντασία ο συνδυασμός των δύο κορυφαίων δοκιμίων του Αλμπέρ Καμύ δημιουργεί την εικόνα ενός καταδικασμένου σκλάβου που σε κάποια στιγμής της αέναης τιμωρίας του εξεγείρεται ενάντια στην Αρχή που τον καταδίκασε σε μια τόσο απάνθρωπη και άδικη κατάσταση. Είτε απέναντι σε θεούς είτε απέναντι σε επίγειους τυράννους, το δικαίωμα του καταπιεσμένου ανθρώπου να εξεγερθεί και να κατακτήσει την αξιοπρέπειά του είναι ιερό και απαραβίαστο.
Διαπράττοντας μια ελάχιστη λογοτεχνική ιεροσυλία και αλλάζοντας λίγο την φράση του Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μην νικιέται με την περιφρόνηση» θα λέγαμε ότι «δεν υπάρχει τυραννία που να μην νικιέται με την εξέγερση». Αρκεί η ψυχή του εξεγερμένου να είναι ικανή και αποφασισμένη να σπάσει την πλάνη της ζωής και να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».