Γαλλία, Μάρτιος 1942: Διαταγή ερχόμενη από το Βερολίνο υποχρεώνει τους Εβραίους όλων των κατεχόμενων χωρών να φορούν ένα κίτρινο αστέρι στο πέτο.
Ιούνιος 1942: Η διαταγή τίθεται σε εφαρμογή. Η είσοδος σχεδόν σε κάθε δημόσιο χώρο απαγορεύεται και τους επιτρέπεται να κάνουν τα ψώνια τους μόνο για μια ώρα την ημέρα.
Ιούλιος 1942: 13.152 Εβραίοι στο Παρίσι και τα περίχωρά του συλλαμβάνονται. Σχεδόν 7.000 από αυτούς μεταφέρονται και στοιβάζονται στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο της πόλης, γνωστό ως Vel d’ Hiv (Velodrome d’ Hiver), για να μεταφερθούν ύστερα από πέντε ημέρες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα 2/3 αυτών των Εβραίων είναι παιδιά.
Όχι μακριά από το στάδιο ποδηλατικών αγώνων βρίσκεται το σπίτι-καταφύγιο για πλήθος κόσμου και κυρίως Εβραίους της νεομάρτυρος του 20ου αι. Αγίας Μαρίας Σκόμπτσοβα. Μιας ξεχωριστής γυναίκας που έμελλε να θυσιαστεί στους θαλάμους αερίων του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Ravensbruck (31 Μαρτίου 1945), παίρνοντας τη θέση μιας Εβραίας συγκρατούμενής της, που ήταν μητέρα μικρών παιδιών και να κερδίσει έτσι μια θέση στη Βασιλεία του Θεού μαζί με τον γιο της και άλλους δύο μάρτυρες (έναν ιερέα και έναν λαϊκό). Αιτία της θανατικής ποινής τους το γεγονός ότι εξέδιδαν πλαστά πιστοποιητικά βαπτίσεως σε χιλιάδες Εβραίους, προκειμένου να τους σώσουν από τον αφανισμό.
Η Αγία Μαρία αντιδρά στον παραλογισμό που έχει επηρεάσει καταλυτικά ακόμα και τους Χριστιανούς της γαλλικής κοινότητος. Ο διαχωρισμός-διάκριση των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες και ο στιγματισμός τους είναι διάχυτος. Οι πιστοί ισχυρίζονται ότι τέτοιοι αντισημιτικοί νόμοι δεν έχουν καμία σχέση με τους Χριστιανούς και ως εκ τούτου δεν είναι αυτό πρόβλημα που τους αφορά. Η βροντερή ένσταση, όμως, της Αγίας, ηχεί αλλόκοτα, για να αφυπνίσει συνειδήσεις: «Δεν τίθεται μόνο ένα εβραϊκό, αλλά κι ένα χριστιανικό ζήτημα. Δεν το καταλαβαίνετε ότι αυτός είναι ένας πόλεμος εναντίον της χριστιανοσύνης; Εάν ήμασταν πραγματικοί Χριστιανοί, όλοι μας θα φορούσαμε το εβραϊκό αστέρι· η εποχή των ομολογητών έφτασε!».
Η Αγία γίνεται μάρτυρας της άφιξης των Εβραίων. Λεωφορεία γεμάτα ανθρώπους καταφθάνουν συνεχώς στο στάδιο. Πονάει. Θλίβεται βαθιά. Θέλει να βοηθήσει με όποιον τρόπο. Ένα αγόρι, ο Ιερεμίας, καταφθάνει κρυφά και ζητά καταφύγιο κοντά της. Η οικογένειά του έχει οδηγηθεί στο Ποδηλατοδρόμιο. Ως μητέρα κι αυτή τριών παιδιών ‒τα δύο της κορίτσια έχουν πεθάνει‒ υποφέρει.
Επικαλούμενη τη μοναχική της ιδιότητα, καταφέρνει να περάσει τον έλεγχο των Γάλλων αστυνομικών και να μπει στο πλήθος. Το στάδιο ποδηλατικών αγώνων έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αβάσταχτη πικρία και αγανάκτηση διαπερνούν τη γεμάτη αγάπη καρδιά της. Ώρες τριγυρνά, προσπαθώντας να εμψυχώσει και να μοιράσει μπουκιές ψωμιού. Γονείς την ικετεύουν να σώσει τα παιδιά τους.
Η λύση δεν αργεί να βρεθεί. Συνεργαζόμενη με κάποιους θαρραλέους οδοκαθαριστές που καθαρίζουν το στάδιο ‒ένας τυχαίνει να είναι γνώριμός της‒ καταφέρνουν να φυγαδεύσουν μυστικά παιδιά μέσα σε κάδους σκουπιδιών.
Το πρώτο παιδί που διασώζεται είναι η μικρή Εσθήρ, αδελφή του Ιερεμία. «Εσθήρ», είπε η μητέρα Μαρία, «είναι ένα παιγνίδι-μοιάζει με κρυφτό! Θα σε σκεπάσουμε με το καπάκι του κάδου, αλλά μην κάνεις ζαβολιά και κινηθείς, ούτε να φοβηθείς καθόλου. Μείνε ακίνητη σαν πέτρα!». Ο οδοκαθαριστής σήκωσε απαλά την Εσθήρ, σαν να ήταν ένας απλός σωρός από ρούχα και την έβαλε στον γεμάτο κάδο με τα σκουπίδια. Κανείς από τους φρουρούς δεν το πρόσεξε.
Συνεργαζόμενη με την υπηρεσία αποκομιδής σκουπιδιών, με ανθρώπους που ρίσκαραν να θέσουν τη ζωή τους σε απόλυτο κίνδυνο ‒πάντα θα υπάρχουν οι λίγοι ρωμαλέοι που λειτουργούν σαν ανάχωμα στη διάβρωση και την αποσύνθεση‒ προχώρησε την αποστολή με επιτυχία. Με τη συμβολή της Αγίας, που παρέμεινε στο στάδιο για τρεις μέρες, σύντομα μαζεύτηκαν αρκετά παιδιά στην πίσω αυλή του σπιτιού-φιλανθρωπικού ιδρύματός της και από εκεί φυγαδεύτηκαν με έξυπνο τρόπο για τη Νότια Γαλλία: ένα παλιό φορτηγό –δανεισμένο από τον φούρναρη της γειτονιάς– φορτωμένο με παιδικές ψυχές που μόλις είχαν γλιτώσει από τη φυλακή του Βελ ντ’ Υβ και τον επερχόμενο θάνατο, έστριψε και πέρασε αθόρυβα τον γερμανικό έλεγχο, χωρίς να γεννήσει υποψίες. Οι στρατιώτες δεν έδωσαν σημασία σε ένα φορτηγό που μετέφερε ψωμιά…
Πόσα παιδιά στάθηκαν «ακίνητα σαν πέτρα» και πέρασαν σε ένα ταξίδι στην αληθινή ελευθερία, χάρη σε κάποια γενναία, ηρωικά, μεστά από την αρχοντιά της αγάπης και της αλήθειας του Χριστού, πρόσωπα. Άνθρωποι που η ζωή τους διακρινόταν από ευαισθησία και θυσία ολοκαυτώματος… Τα λόγια της μητέρας Μαρίας αποκαλυπτικά: «Ο δρόμος για τον Θεό περνάει μέσα από την αγάπη για τους ανθρώπους», γιατί «κάθε άνθρωπος είναι η ακριβής εικόνα του Θεού».
Σε μια κοινωνία παγκόσμιας σήψης και χρόνιου εκούσιου λήθαργου, όπου οι καρδιές έγιναν α(συγ)κίνητες σαν πέτρα και πιο σκληρές και άκαμπτες κι από αυτήν και που το δυστοπικό μέλλον είναι ήδη παρόν, παιδικές ψυχές καταδικάζονται σε μια απειλητική σκλαβιά μέσω της έλλειψης ήθους, του παραλογισμού, της αδιαφορίας και της απάθειας των μεγάλων. Ωστόσο, ο Οδυσσέας Ελύτης, με μια του φράση μοιάζει να δίνει μια ηλιαχτίδα αισιοδοξίας και ελπίδας: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά».
Η αντίσταση επιβάλλεται. Η ανατροπή απαιτείται. Η απειλή είναι μπροστά μας. Και η ευθύνη μας επίσης. Από εμάς εξαρτάται…
Ελένη Αργυροπούλου-Σαραφοπούλου
Πτ. Κοινωνικής Θεολογίας