Το ροχαλητό και η άπνοια κατά τον ύπνο αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα στις δυτικές κοινωνίες. Τα περιττά κιλά, η χρήση αλκοόλ, η λήψη υπναγωγών και ηρεμιστικών φαρμάκων, και οι διάφορες παραλλαγές στην ανατομία του ανώτερου αναπνευστικού και πεπτικού συστήματος είναι οι κύριες αιτίες του προβλήματος.
Ένας άνθρωπος, ο οποίος ροχαλίζει, δεν είναι υποχρεωτικό να έχει και άπνοιες. Οι άνθρωποι, οι οποίοι ροχαλίζουν χωρίς να κάνουν άπνοιες, δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα υγείας. Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οικογενειακό-κοινωνικό, υπό την έννοια ότι ενοχλείται το στενό περιβάλλον του ανθρώπου που ροχαλιζει, κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αυτό αποτελεί βεβαία ένα θέμα, όμως, δεν τίθεται θέμα υγείας το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάποιον τρόπο.
Το ουσιαστικό πρόβλημα ξεκινά όταν, εκτός από το ροχαλητό, υπάρχουν και άπνοιες. Σε έναν απολύτως φυσιολογικό άνθρωπο, κάποιες άπνοιες δικαιολογούνται (5 άπνοιες σε διάρκεια μίας ώρας ύπνου). Όταν ο αριθμός των απνοιών υπερ- βαίνει τις 5 ανά ώρα ύπνου, τότε αρχίζει να δημιουργείται πρόβλημα υγείας. Βεβαίως, και εδώ υπάρχει μία διαβάθμιση καθώς άλλη επίπτωση στην υγεία έχουν 10 άπνοιες την ώρα και άλλη επίπτωση έχουν 40 άπνοιες την ώρα.
Οι άνθρωποι που έχουν άπνοιες, όταν σηκώνονται από το κρεβάτι το πρωί, έχουν την αίσθηση ότι δεν έχουν κοιμηθεί και δεν έχουν ξεκουραστεί, κατά τη διάρκεια της ημέρας αισθάνονται υπνηλία, όταν οδηγούν σε εθνικές οδούς, όπου η οδήγηση είναι μονότονη, τους παίρνει ο ύπνος στο τιμόνι, πολλοί από αυτούς έχουν υπέρταση και αρρυθμίες, ενώ συχνά παρατηρείται μειωμένη διάθεση για σεξουαλική επαφή.
Ο Ωτορινολαρυγγολόγος πολύ συχνά είναι ο πρώτος ιατρός, τον οποίο βλέπει ο ασθενής, ψάχνοντας να βρει την λύση στο πρόβλημά του.
Η ευθύνη που έχει απέναντι στον ασθενή είναι μεγάλη. Το πρόβλημα της άπνοιας είναι σύνθετο.
Πολλές φορές ο ασθενής προσέρχεται στον Ωτορινολαρυγγολόγο, έχοντας ο ίδιος μία συγκεκριμένη άποψη που έχει διασταυρώσει και επιβεβαιώσει με το συγγενικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Συνήθως, σύμφωνα με τους ασθενείς, για όλα φταίει το ρινικό διάφραγμα, και πολλές φορές έρχονται να κλείσουν ραντεβού να χειρουργηθούν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ιατρός πρέπει να εξηγήσει στους ασθενείς ότι το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο, ότι ενδέχεται το ρινικό διάφραγμα να συμμετέχει στο πρόβλημα, αλλά συνήθως, ή ευθύνη ενός στραβου ρινικού διαφράγματος για τις άπνοιες, είναι μικρή. Ο ασθενής πρέπει να αντιληφθεί ότι το θέμα είναι πιο περίπλοκο.
Αυτό το οποίο πρέπει να κάνει ο Ωτορινολαρυγγολόγος σε αυτήν την πρώτη φάση, είναι μία πλήρης εξέταση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η ενδοσκόπηση του ανώτερου αναπνευστικού και πεπτικού συστήματος, ώστε να αποκλειστούν κάποια προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν και να προκαλούν άπνοιες, όπως υπερτροφία αμυγδαλών και αδενοειδών εκβλαστήσεων, μορφώματα στην περιοχή του στοματοφάρυγγα, του λάρυγγα και του υποφάρυγγα, στενώσεις του λάρυγγα κ.λ.π. Αφού ο Ωτορινολαρυγγολόγος αποκλείσει αυτές τις καταστάσεις, τότε θα πρέπει να συστήσει στον ασθενή, να υποβληθεί σε ένα έλεγχο ύπνου.
Ο έλεγχος ύπνου γίνεται στο νοσοκομείο από ειδικούς ιατρούς, που ασχολούνται με τον ύπνο. Με τον έλεγχο ύπνου, αξιολογείται, διαβαθμίζεται και ταξινομείται ή άπνοια. Είναι μία εξέταση αναίμακτη, η οποία απαιτεί την παραμονή του εξεταζόμενου στο νοσοκομείο, για ένα βράδυ. Αφού ολοκληρωθεί η εξέταση, εξάγεται το συμπέρασμα για τη βαρύτητα της άπνοιας.
Γνωρίζοντας, πλέον, τη βαρύτητα της άπνοιας και την αιτία του προβλήματος, που συνήθως είναι κάποια από αυτές που περιγράφονται παραπάνω, αποφασίζεται ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Αυτό πρέπει να γίνεται από κοινού, από τον Ωτορινολαρυγγολόγο και τον ιατρό του ύπνου.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος μπορεί να είναι συντηρητική, χειρουργική ή συνδυασμός των παραπάνω δύο. Η θεραπεία πάντα εξατομικεύεται. Δεν αντιμετωπίζονται όλοι οι ασθενείς με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που πρέπει να τονιστεί σε γενικές γραμμές, είναι ότι σε ανθρώπους με βαριά απνοϊκά σύνδρομα, πρέπει να είναι κανείς φειδωλός στη θεραπεία με χειρουργικό τρόπο, εκτός εάν πρόκειται για ένα εντοπισμένο πρόβλημα (όγκος λάρυγγα, παράλυση φωνητικών χορδών κλπ).
Συνήθως, η λύση στο πρόβλημα της βαριάς άπνοιας είναι η χρήση μίας συσκευής, της CPAP, η οποία λύνει το πρόβλημα. Επίσης, η απώλεια σωματικού βάρους και η επαναφορά στα κανονικά κιλά, είναι πολλές φορές η λύση του προβλήματος. Η χειρουργική αντιμετώπιση τίθεται ως ενδεχόμενο, όταν πρόκειται για περιπτώσεις μεσαίας βαρύτητας άπνοιας, σε ασθενείς που έχουν παραπάνω κιλά, χωρίς να είναι παχύσαρκοι.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο συνδυασμός απώλειας βάρους και της ενδεδειγμένης χειρουργικής επέμβασης μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Το απνοϊκό σύνδρομο είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τις προηγμένες κοινωνίες, στις οποίες το ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων είναι μεγάλο. Είναι ένα πρόβλημα σύνθετο και πολυπαραγοντικό, το οποίο, όμως, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, με την προϋπόθεση ότι θα εκτιμηθεί η βαρύτητά του, θα εντοπιστεί η αιτία και θα εφαρμοστεί η ενδεδειγμένη θεραπεία, την οποία αποφασίζουν από κοινού ο Ωτορινολαρυγγολόγος και ο υπεύθυνος Ιατρός του εργαστηρίου ύπνου.
Γράφει ο Δρ. Γεώργιος Δουνδουλάκης, Διευθυντής ΩΡΛ Κλινικής στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών