Την ώρα που η Ελληνική κυβέρνηση ποντάρει στα self test την επιδημιολογική επιτήρηση για την περίοδο των εορτών, εγκαταλείποντας τις σκέψεις για επιβολή rapid test και στους εμβολιασμένους λόγω των αντιδράσεων, Βέλγοι επιστήμονες προειδοποιούν για την αξιοπιστία των τεστ αντιγόνου και το αν θα πρέπει να εξαρτηθεί απ’ αυτά ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθούν οι κοινωνίες τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Σύμφωνα με το Reuters, Βέλγοι ερευνητές εξέδωσαν σήμερα μια προειδοποίηση ενάντια στην υπερβολική εξάρτηση από τα τεστ ταχείας ανίχνευσης του αντιγόνου για τον κορονοϊό. Οι Βέλγοι επιστήμονες πιστεύουν πως η αναπνοή των ατόμων που είχαν μολυνθεί από τον ιό είχε υψηλά επίπεδα ιικού φορτίου τις πρώτες δύο ημέρες μετά τη μόλυνση. Πρόκειται για περίοδο κατά την οποία πολλά rapid tests βγήκαν αρνητικά.
«Ένα αρνητικό γρήγορο τεστ αντιγόνου λίγο πριν από μια συνάντηση δεν προσφέρει καμία εγγύηση για την προστασία των άλλων. Ιδιαίτερα όταν το άτομο που έκανε τεστ έχει εκτεθεί πρόσφατα στον ιό», δήλωσε ο Emmanuel Andre, μικροβιολόγος στο KU Leuven, που διεξήγαγε την έρευνα μαζί με το πανεπιστημιακό νοσοκομείο UZ Leuven και το IMEC, ένα think-tank μικροηλεκτρονικής.
Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη ότι τα εκπνεόμενα σωματίδια είναι το «κλειδί» για την εξάπλωση του ιού. Αλλά η ανίχνευση υψηλών επιπέδων ιού στην αρχή μιας μόλυνσης ήταν έκπληξη και αποτελεί μια «πρώτη ένδειξη» ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί πολύ νωρίς σε μια μόλυνση, είπε ο Andre.
«Ένα αρνητικό τεστ αντιγόνου δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει την αυτοαπομόνωση όταν η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου είναι υψηλή, όπως κατά τις πρώτες επτά ημέρες μετά από μια επαφή υψηλού κινδύνου», είπε.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές εξέτασαν 58 άτομα που ήταν σε κοντινή απόσταση με κάποιον που είχε μολυνθεί και τους έκαναν τακτικά τεστ σε διάστημα δύο εβδομάδων με διάφορους τύπους τεστ.