Μια νέα εθνική τραγωδία βρίσκεται σε εξέλιξη. Μετά από μήνες υγειονομικής παράνοιας, φτωχοποίησης, κατάθλιψης και ακραίας ανασφάλειας ήρθαν οι πύρινες φλόγες να μας θυμίσουν ότι η πάντα απρόβλεπτη πραγματικότητα μπορεί να γίνει ακόμα πιο ζοφερή, ακόμα πιο αφόρητη.
Ο τρόπος με τον οποίον εκδηλώθηκαν – και εκδηλώνονται – τα πύρινα μέτωπα εύλογα οδηγεί σε κάθε λογής σενάρια και εκτιμήσεις. Δεν είμαστε αφελείς: ξέρουμε ότι εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια ένας ασύμμετρος πόλεμος μαίνεται σε βάρος της χώρας και του λαού μας. Όμως, το άμεσο και το επείγον είναι να σωθούν τα σώματα, οι ψυχές, τα ζώα, τα δέντρα και τα υπάρχοντα των ανθρώπων. Παρά την οργή και την απόγνωση των θυμάτων αυτής της ανείπωτης καταστροφής, η ενότητα και η αλληλεγγύη των πολιτών είναι τα μόνα όπλα για να επουλώσουμε τις πληγές και να αποφύγουμε ακόμα μεγαλύτερες απώλειες.
Διαχρονικά οι ευθύνες και τα εγκλήματα της εξουσίας είναι αυτονόητα – τόσο αυτονόητα που είναι πραγματικά θλιβερό να σκεφτόμαστε το πόσο ακατανόητο είναι το καθεστώς ατιμωρησίας που κυριαρχεί στην πολύπαθη χώρα μας. Όμως, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Παρά τις ανεπάρκειες και τις ανίατες πληγές μας, ως Έλληνες παραμένουμε πάντα ικανοί για θαύματα, για ανατροπές και για θριάμβους. Ας μην αφήσουμε τις σκοτεινές δυνάμεις που μας καταδυναστεύουν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά την αγάπη μας για τη ζωή, τη χαρά και τη δημιουργία.
Ας γίνουν η ενότητα και η αλληλεγγύη τα ανίκητα όπλα μας ενάντια σε όσους απεργάζονται την καταστροφή, την ταπείνωση και τον αφανισμό της πατρίδας μας.
Ακόμα και αν όλα μας απελπίζουν το χρέος μας είναι να επιμένουμε να βοηθάμε αυτούς που υποφέρουν. Μετά το μίσος, την οργή και τις κατάρες θα πρέπει να βρούμε την δύναμη και τον τρόπο να συσπειρωθούμε μακριά από πολιτικές και κομματικές προκαταλήψεις. Κανένα σύστημα εξουσίας δεν νοιάζεται πραγματικά για το καλό των ανθρώπων – μια αλήθεια που τις μέρες μας έχει φτάσει στο απόγειό της. Μόνον η ακομμάτιστη εθνική ενότητα και η αλληλεγγύη σε κάθε κλίμακα θα μας σώσουν – μια τελευταία ελπίδα την ώρα που έχουν τελειώσει όλες οι άλλες.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».