Στο θεατρικό του έργο «Καλιγούλας», ο Αλμπέρ Καμύ δίνει τη δική του ερμηνεία για την παθολογία της εξουσίας και την σχέση της με τα άλυτα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου. Στην πρώτη πράξη, σκηνή τρία, ο Καλιγούλας δηλώνει πως «θέλει το φεγγάρι» και πως νοιώθει ανικανοποίητος που δεν μπορεί να το έχει. Και λίγο αργότερα θα δηλώσει «δεν μπορώ να υποφέρω τον κόσμο έτσι όπως είναι φτιαγμένος, γι’ αυτό χρειάζομαι το φεγγάρι ή την ευτυχία ή την αθανασία…».
Πρόκειται για συλλογισμό ανθρώπου πουκινείται στην επικράτεια της παράνοιας (παρότι μπορούμε σε κάποιο βαθμό να τον κατανοήσουμε ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε). Σαν αυτοκράτορας, όμως, η κραυγή του δείχνει την απόγνωση και τα όρια της ανθρώπινης δύναμης.
Υπάρχουν ορισμένες φράσεις κλειδιά για την κατανόηση της ψυχής του Καλιγούλα ως κυρίαρχου στην ζωή αλλά τελείως μηδαμινού μπροστά στο θάνατο και στην παράλογη τάξη του κόσμου. Τον ακούμε να λέει «Αρχίζω να καταλαβαίνω επιτέλους την χρησιμότητα της δύναμης. Δίνει ευκαιρίες στο αδύνατο. Από σήμερα και στο εξής η ελευθερία μου δεν θα έχει πια όρια», «’Έμαθα ότι η αγάπη δεν είναι τίποτα», «Να κυβερνάς σημαίνει να κλέβεις», «Θα καταστρέψω όλους όσους δεν συμφωνούν και όλους τους αντιρρησίες», «Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ ή να μείνω ξύπνιος αφού δεν μπορώ να αλλάξω την τάξη αυτού του κόσμου».
Καταλαβαίνουμε την εσωτερική του κατάσταση. Η απουσία νοήματος, η αυταπάτη της ευτυχίας, ο θάνατος που τα σβήνει όλα, το κενό της καρδιάς που δεν γεμίζει με τίποτα – όλα αυτά στην άρρωστη ψυχή του Καλιγούλα μετατρέπουν το προνόμιο της εξουσίας σε μια απεριόριστη ελευθερία που επιτρέπει τα πάντα. Και από αυτό ξεκινούν η παρακμή, η κατάπτωση, η καταστροφή του ανθρώπου της εξουσίας και η δυστυχία όλων των άλλων. Φόνος, ταπείνωση, κλεψιά, ασυδοσία: αυτές θα είναι από δω και πέρα οι πράξεις του, οι συνέπειες της τρομερής και απάνθρωπης ελευθερίας που του δίνει η ιδιότητά του ως απόλυτος εξουσιαστής. Η αντίδραση δεν θα αργήσει να έρθει. Η οργή των υπηκόων θα γίνει εξέγερση. Η τιμωρία του Καλιγούλα είναι αναπόφευκτη.
Χιλιάδες χρόνια τώρα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι αυτοκράτορες της παρακμής υποφέρουν από την αθεράπευτη ματαιοδοξία τους. Και οι λαοί υποφέρουν από την τρέλα του κάθε Φαραώ και του κάθε Καλιγούλα.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».