Νοέμβριος στις Κυκλάδες. Συγκεκριμένα στην Πάρο, όπου ζω. Μετά τη σφοδρή επέλαση των τουριστών τους περασμένους μήνες μέχρι και τα τέλη Οκτωβρίου, οι περισσότεροι που συναντάς πλέον είναι μη Παριανοί. Το νησί έχει ερημώσει. Υπάρχει ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι μεταξύ θλίψης και εγκατάλειψης. Απορείς πώς γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη το φαντασμαγορικό κυκλαδονήσι με τους αναρίθμητους επισκέπτες του, τα πολυτελή κότερα, τις βίλες, τους φοβερούς και τρομερούς επιχειρηματίες, τις διασημότητες και όλη την αίγλη του να μετατρέπεται σε ένα τόσο μοναχικό τόπο. Τόσο μίζερο, τόσο άδειο, τόσο νεκρό.
Οι περισσότερες καφετέριες και εστιατόρια κλείνουν. Το ίδιο και πολλά καταστήματα. Οι επιλογές για έξοδο είναι περιορισμένες. Οι εξωτερικές δραστηριότητες λόγω καιρού συχνά αναβάλλονται. Φυσικά ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, που ενέτεινε το γεγονός αυτό, είναι ο κορωνοϊός. Με αυτές τις αβέβαιες συνθήκες πολλοί επιλέγουν να διατηρήσουν τα καταστήματά τους κλειστά. Άλλοι πάλι κουράστηκαν υπερβολικά από την ένταση της φετινής σεζόν, που επίσης λόγω κορωνοϊού δεν είχε προβλεφθεί σωστά.
Περπατώντας βράδυ στους δρόμους συναντάς κυρίως τους Αλβανούς, Αιγύπτιους και γενικότερα τους άλλης εθνικότητας ανθρώπους, εκείνους που δυστυχώς δεν έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν το νησί, όπως οι εύποροι κάτοικοί του. Οι τελευταίοι, με το που τελειώσει η σεζόν, όπου φύγει φύγει! Είτε στην Αθήνα, είτε στην Ευρώπη, είτε σε κάποιον μαγευτικό εξωτικό προορισμό. Θέλουν να ζουν μόνο καλοκαίρι. Πίσω τους αφήνουν:
α) τους οικογενειάρχες, που δεν μπορούν να φύγουν, τουλάχιστον μέχρι να κλείσουν τα σχολεία,
β) τους μόνιμους ντόπιους, που λόγω εργασίας επίσης δεν μπορούν να φύγουν,
γ) κάποιους «ξένους» είτε όσον αφορά την εθνικότητα είτε τη διαφορετική προέλευση, που ζουν εδώ από επιλογή, και τέλος
δ) τους ανθρώπους, που βγάζουν τη σκληρή δουλειά, το «φίδι από την τρύπα». Τους εργάτες που χτίζουν ή επισκευάζουν τις τουριστικές μονάδες τους, τις καθαρίστριες που φροντίζουν τις βίλες τους, τους ψαράδες που φέρνουν τα φρέσκα καλούδια στα εστιατόριά τους. Τους αφανείς ήρωες, που τελικά καταλήγουν να είναι οι μόνιμοι και ολοχρονίς κάτοικοι του νησιού. Εκείνους, που δεν είναι φαντασμαγορικοί, που δεν έχουν σύγχρονα αυτοκίνητα, που τη «βγάζουν» στα παγκάκια πίνοντας μπύρες.
Με θλίβει που το νησί, όπου ζω και αγαπώ, μαραζώνει έτσι. Δε με ενοχλούν αυτοί οι άνθρωποι, που μένουν. Με ενοχλούν αυτοί οι άνθρωποι, που φεύγουν. Που αφήνουν τόσο εύκολα τον τόπο, που υποτίθεται αγαπούν και διαφημίζουν. Που μένουμε πίσω εμείς οι «ξένοι» να τον στηρίζουμε, να τον φροντίζουμε και να «αφήνουμε» τα χρήματα μας και που δυστυχώς δεν υπάρχει πρόνοια για εμάς. Πώς περνάμε, τι επιλογές έχουμε, πόσο εύκολη ή ευχάριστη είναι η διαβίωση. Το ενδιαφέρον είναι επικεντρωμένο στον τουρισμό και το εφήμερο κέρδος.
Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να επιβιώσει μακροχρόνια ένα νησί, όταν αγνοεί τους σταθερούς ανθρώπους που το στηρίζουν.
Ο τουρισμός έχει τα πάνω και τα κάτω του. Το είδαμε τα τελευταία 2 χρόνια με τα lockdowns και την πανδημία, όπου ξαφνικά υπήρχαν διαθέσιμες κατοικίες για ενοικίαση όλο το χρόνο!! Και βλέπεις φέτος μετά τη ραγδαία αύξηση του τουρισμού ότι νησιά, όπως η Σύρος, άρχισαν κι εκείνα να περιορίζουν τη διαθεσιμότητα από Οκτώβριο μέχρι τέλος Μαΐου. Και λες…. «Δεν υπάρχει σωτηρία….»
To be continued…..
Γεννήθηκα στα Χανιά και στη συνέχεια έζησα στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου και μεγάλωσα. Σπούδασα στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας στο Ηράκλειο Κρήτης και παράλληλα εργάστηκα στην εστίαση και σε διαφημιστικές προωθήσεις προϊόντων. Από το 2014 ξεκίνησα να εργάζομαι σε τουριστικές επιχειρήσεις σε διάφορα αντικείμενα, όπως ξεναγήσεις, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, σέρβις κ.α. Ως ανήσυχο πνεύμα, διαρκώς παρατηρώ, προβληματίζομαι και δοκιμάζω καινούρια πράγματα με σκοπό την εξέλιξη σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Το Μάρτιο του 2021 ξεκίνησα να εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός, ενώ στα ενδιαφέροντά μου συγκαταλέγονται η συγγραφή παραμυθιών, η χειμερινή κολύμβηση, η μαγειρική και τα ταξίδια.