Να σταματήσει η χορήγηση εμβολίων σε έγκυες αλλά και θηλάζουσες γυναίκες ζητούν δυο ερευνητές μετά από την εκ νέου ανάλυση μιας μελέτης που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Το σχετικό ρεπορτάζ έχει το theepochtimes.com. Η εν λόγω μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine τον Απρίλιο, έχει χρησιμοποιηθεί από το CDC και τις υπηρεσίες υγείας σε άλλες χώρες για να δικαιολογήσει τις συστάσεις εμβολιασμού σε έγκυες γυναίκες και νέες μητέρες. «Μια αμερικανική μελέτη σε περισσότερες από 35.000 γυναίκες που ήταν έγκυες και είχαν εμβόλιο mRNA για τον κορωνοϊό έδειξε ότι οι παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό ήταν πολύ παρόμοιες σε εκείνες που ήταν έγκυες σε σύγκριση με αυτές που δεν ήταν», λέει η αυστραλιανή κυβέρνηση σε έναν οδηγό της (pdf) για τον εμβολιασμό των γυναικών.
Η μελέτη, ωστόσο, διορθώθηκε τον περασμένο μήνα μετά από ανησυχίες που εκφράστηκαν από έναν ερευνητή στο Βέλγιο. Οι επιστήμονες του CDC αναγνώρισαν ότι έπρεπε να έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν μπορούσαν να υπολογίσουν με ακρίβεια μια εκτίμηση κινδύνου για αποβολές, επειδή τα δεδομένα παρακολούθησης δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα για τις περισσότερες γυναίκες. «Η διόρθωση έλυσε ορισμένα από τα ζητήματα, αλλά υπάρχουν ακόμα περισσότερα», σύμφωνα με τον Δρ Simon Thornley, ανώτερο λέκτορα στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής του Πανεπιστημίου του Όκλαντ και την Δρ Aleisha Brock, ερευνήτρια στη Νέα Ζηλανδία. «Τα συμπεράσματα του άρθρου δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά, καθώς πιστεύουμε ότι δικαιολογείται από την εκ νέου ανάλυση της συσχέτισης που σχετίζεται με την πρώιμη έκθεση στο εμβόλιο κατά την εγκυμοσύνη, η οποία δείχνει έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο από το ιστορικό», είπε ο Thornley στους The Epoch Times. Οι Thornley και Brock ανέλυσαν εκ νέου τα δεδομένα και υπολόγισαν ότι η συχνότητα των αποβολών το πρώτο τρίμηνο ήταν στην πραγματικότητα από 82% έως 91% σε ένα έγγραφο (pdf) που δημοσιεύτηκε στο Science, Public Health Policy, and the Law.
Από τις 827 εγκυμοσύνες που αναφέρθηκαν μέσω του μητρώου V-Safe, που λειτουργεί από το CDC, οι 712 κατέληξαν σε τοκετό.
Σχεδόν όλες ήταν μεταξύ γυναικών που εμβολιάστηκαν στο τρίτο τρίμηνο. Από τις άλλες εγκυμοσύνες, οι 104 οδήγησαν σε αποβολή. Οι περισσότερες από αυτές εμφανίστηκαν πριν από τις 13 εβδομάδες κύησης. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη μελέτη και διάφορες εκτιμήσεις, οι ερευνητές της Νέας Ζηλανδίας υπολόγισαν ότι οι αμβλώσεις σημειώθηκαν από το 81,9% έως το 91,2% των γυναικών που εμβολιάστηκαν πριν από τις 20 εβδομάδες κύησης. «Αμφισβητούμε τα συμπεράσματα των Shimabukuro et al. μελέτη για την υποστήριξη της χρήσης του εμβολίου mRNA στην αρχή της εγκυμοσύνης, το οποίο έχει πλέον ενσωματωθεί βιαστικά σε πολλές διεθνείς οδηγίες, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Ζηλανδίας», δήλωσαν οι ερευνητές.
Σημειώνεται ότι η Pfizer, αναφέρει στην ετικέτα του προϊόντος της, ότι τα διαθέσιμα δεδομένα για το εμβόλιο «που χορηγείται σε έγκυες γυναίκες είναι ανεπαρκή για να ενημερώσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το εμβόλιο κατά την εγκυμοσύνη». Οι ερευνητές του CDC κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματά τους δεν έδειξαν προφανή σημάδια ασφάλειας μεταξύ εγκύων γυναικών που έλαβαν τα εμβόλια Pfizer ή Moderna. Τόνισαν πάντως ότι τα ευρήματά τους δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τη θέση του CDC.