Θα μπορούσαμε να καθυστερήσουμε τα γηρατειά; Θα μπορούσαμε να ζούμε περίπου 150 χρόνια; Την απάντηση δίνει η επιστήμη και μάλιστα με ελληνική ταυτότητα.
Ο λόγος για τον καθηγητή Νεκτάριο Ταβερναράκη, η ερευνητική δραστηριότητα του οποίου έχει αναγνωριστεί διεθνώς, ενώ για το σύνολο της επιστημονικής του συνεισφοράς έχει βραβευτεί με σημαντικές διακρίσεις από πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Ο κ. Ταβερναράκης, με καταγωγή από την Κρήτη, είναι Βιολόγος και Πανεπιστημιακός, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), ενώ είναι εκλεγμένο μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒΟ) και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Academia Europaea).
Όπως εξηγεί ίδιος, τα κύτταρά μας λειτουργούν καταναλώνοντας ενέργεια, η οποία παράγεται από εξειδικευμένα οργανίδια του κυττάρου, τα μιτοχόνδρια, τα οποία με τη σειρά τους καταναλώνουν θρεπτικά συστατικά που παίρνουν από τις τροφές, αφού πρώτα τη μετατρέψουν σε γλυκόζη.
Μαζί όμως με την ενέργεια, όπως κάθε εργοστάσιο, παράγει και παραπροϊόντα του μεταβολισμού, που ονομάζονται «ελεύθερες ρίζες οξυγόνου» οι οποίες στην ουσία είναι δηλητηριώδη μόρια που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα κύτταρα, με αποτέλεσμα να επέλθει η γήρανση.
Σύμφωνα με τον κ. Ταβερναράκη η γήρανση οφείλεται σε αυτές τις βλάβες που συσσωρεύονται με τα χρόνια στα κύτταρα, καθώς και σε εξωγενείς παράγοντες όπως είναι η υπεριώδης ακτινοβολία, τα τοξικά και χημικά στοιχεία που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα.
Όμως, στην έρευνα που έγινε στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας διαπιστώθηκε ότι τα κύτταρά μας έχουν αναπτύξει μηχανισμούς αποτοξίνωσης, όπως η αυτοφαγία, μία διαδικασία όπου το ίδιο το κύτταρο, μόλις αντιληφθεί ότι το μιτοχόνδριο έχει υποστεί βλάβη το καταστρέφει για να μην προκαλέσει μεγαλύτερο πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί νέα μιτοχόνδρια, μια διαδικασία που ονομάζεται βιογένεση.
Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου, η καταστροφή των προβληματικών και η δημιουργία νέων μιτοχονδρίων συντονίζονται από ένα μηχανισμό, ο οποίος, μάλιστα παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της γήρανσης. Συγκεκριμένα όταν αυτός ο μηχανισμός υπολειτουργεί έχουμε πρόωρη γήρανση, ενώ όταν λειτουργεί σωστά έχουμε επιμήκυνση της διάρκειας ζωής.
Αυτό που ανακάλυψε η ομάδα του κ. Ταβερναράκη, είναι ότι η επιστήμη μπορεί να επέμβει με γενετικό τρόπο και να κρατήσει το συγκεκριμένο μηχανισμό με υψηλή απόδοση σε μεγάλη ηλικία. «Μπορούμε να αυξήσουμε τη διάρκεια ζωής σημαντικά, μέχρι και να διπλασιαστεί, κάτι που έχει διαπιστωθεί σε πειραματόζωα», τόνισε ο κ. Ταβερναράκης.
Αναφερόμενος στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, ο κ. Ταβερναράκης είπε ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο Ινστιτούτο Βιοϊατρικών επιστημών της Ελλάδος, απασχολεί πάνω από 330 εργαζόμενους υψηλής επιστημονικής κατάρτισης, όπως ερευνητές, καθηγητές Πανεπιστημίου, μεταδιδακτορικούς ερευνητές, διδακτορικούς φοιτητές, τεχνικούς έρευνας και άλλους.
Το Ινστιτούτο διαθέτει υπερσύγχρονα και πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια τα οποία εστιάζονται σε διάφορα πεδία της βιολογικής έρευνας, όπως η μελέτη της γήρανσης, του καρκίνου, τα αυτοάνοσα νοσήματα , νευροεκφυλιστικά νοσήματα, η μελέτη της ανάπτυξης των κυτταρικών διεργασιών, ενώ υπάρχουν και ομάδες που ασχολούνται με θέματα αγροδιατροφής και συγκεκριμένα τον έλεγχο των ζιζανίων, των παρασίτων -έρευνα που έχει να κάνει με την αλυσίδα παραγωγής τροφίμων.
Το αντικείμενο της έρευνας του εργαστηρίου του κ. Ταβερναράκη κινείται σε τρεις κατευθύνσεις.
Η πρώτη αφορά στην εξέλιξη της γήρανσης, που σχετίζεται όχι μόνο απλά με τον άνθρωπο αλλά με όλους του έμβιους οργανισμούς, η δεύτερη είναι η μελέτη του νευροεκφυλισμού που έχει να κάνει με νοσήματα όπως το Αλτσχαϊμερ, το Πάρκισον και η τρίτη σχετίζεται με τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και συγκεκριμένα πώς μπορεί ο οργανισμός να αποθηκεύει και να ανακαλεί μια πληροφορία (μνήμη και μάθηση).
Επίσης, το Ινστιτούτο είναι ο πρώτος επιστημονικός φορέας της χώρας που ίδρυσε εργαστήριο αρχαίου DNA και μπορεί να κάνει αναλύσεις σε δείγματα που προέρχονται από ανασκαφές. Αυτό, όπως δήλωσε ο κ. Ταβερναράκης, δείχνει έμπρακτα το πώς η σύγχρονη τεχνολογία αιχμής μπορεί να παντρευτεί με τον πολιτισμό και την παράδοση, παρέχοντας τη δυνατότητα να μελετήσουμε τον τεράστιο πολιτιστικό πλούτο που διαθέτει η Ελλάδα.