Είναι γνωστή διδακτική ιστορία με τον ελέφαντα και τους τυφλούς. Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές στην αφήγησή της αλλά η ουσία παραμένει η ίδια. Χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενό της θα αναφέρω την ιστορία όπως την άκουσα από έναν φίλο πριν από καιρό.
Ένας ελέφαντας έπεσε ουρανοκατέβατος στην πλατεία ενός χωριού τυφλών. Μόλις άκουσαν τον θόρυβο από την προσγείωση οι τυφλοί έτρεξαν να δουν τι συνέβη. Απλώνοντας ο καθένας τα χέρια του άρχισαν να ψηλαφούν το αντικείμενο για να καταλάβουν τι ήταν. Κάποιος φώναξε «είναι ένα μεγάλο πόδι!». Κάποιος άλλος είπε «είναι μια μεγάλη μύτη». Ένας άλλος «είναι ένα πολύ μεγάλο αυτί». Και ένας τέταρτος «είναι ένα μεγάλο μακρύ δόντι». Καθένας είχε εντοπίσει ένα μέρος του ελέφαντα, ένα κομμάτι της αλήθειας.
Η αφήγηση του φίλου μου σταμάτησε εκεί θέλοντας να δείξει ότι κάθε γεγονός έχει διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με τον αριθμό και την αντιληπτική ικανότητα των ανθρώπων που είναι μάρτυρες του γεγονότος. Σε άλλες εκδοχές της ιστορίας η συνέχεια λέει ότι οι τυφλοί άρχισαν να διαφωνούν και να τσακώνονται μεταξύ τους θέλοντας να επιβάλλει ο καθένας την δική του ερμηνεία. Υποθέτουμε ότι αν οι τυφλοί μιλούσαν ήρεμα και χωρίς φανατισμό και ανέφερε ο καθένας την δική του άποψη, στο τέλος θα κατέληγαν να συγκολλήσουν τα κομμάτια του παζλ και να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της αλήθειας.
Σε μια ιδανική – ή έστω ανεκτή – δημοκρατία η ελευθερία γνώμης και η αναζήτηση της αλήθειας θα επέτρεπε σε όλους τους «τυφλούς» πολίτες να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους και να συνθέτουν τις ερμηνείες τους ώστε για κάθε μικρό ή μεγάλο γεγονός να προκύπτει μια σφαιρική θεωρία και να παράγονται οι καλύτερες πολιτικές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, η κυρίαρχη εξουσία θέλει τους πολίτες «τυφλούς» και απομονωμένους, χωρίς δικαίωμα ερμηνείας και χωρίς δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων. Και αυτό είναι ο θάνατος της δημοκρατίας και όλων των ανθρώπων που πιστεύουν στον έντιμο διάλογο και στην αλληλεγγύη. Είναι αυτό ακριβώς που ζούμε εδώ και 22 μήνες. Είναι αυτό ακριβώς το οποίο πρέπει να σταματήσουμε αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι.
(Καλή δύναμη σε όλους. Καλή δύναμη για να αντέξουμε αυτά που ζούμε και να αποτρέψουμε αυτά που έρχονται).
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».