Γράφει ο Δημήτρης Δραγάτης
Γιώργος Κυπριώτης. Αυτός που μαζί με τον Σβύνο είχαν δημιουργήσει ένα καταπληκτικό δίδυμο. Ένα από τα καλύτερα που ανέδειξε ποτέ το Δωδεκανησιακό ποδόσφαιρο. Ο ένας έβρισκε τον άλλο με κλειστά μάτια. Πάνω απ’ όλα ήταν, Διαγόρας. Εκτός φυσικά από τη συμπάθεια στην ΑΕΚ, στην καρδιά του δεν υπήρχε άλλη ομάδα εκτός από τον «γηραιό». Με αυτόν πέρασε τα περισσότερα ποδοσφαιρικά του χρόνια και έφυγε αναγκαστικά το 1967 για να πάει στον Καναδά.
Ο Γιώργος Κυπριώτης γεννήθηκε το 1939 και πέρασε και αυτός φτωχικά παιδικά χρόνια καθώς υπήρχε μιζέρια, πείνα και όλα τα σχετικά. Ωστόσο εκείνα τα χρόνια, ήταν τα καλύτερα του καθώς υπήρχε η αγάπη και η συμπόνια και όχι η πονηριά και η ψευτιά. Σαν παιδί και μάλιστα από οικογένεια που είχε παράδοση στο ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με το ποδόσφαιρο στις αλάνες της εποχής από τις οποίες ομολογουμένως είχαν βγει πολύ μεγάλοι παίκτες. Ο Γιώργος Κυπριώτης έμενε στο «σαν Φρατζίσκο» και όλη του η παρέα ήταν καμιά δεκαπενταριά πιτσιρικάδες. Μια φορά περνούσε από εκεί ο Νίκος Δουκάκης που ήταν γενικός αρχηγός του Διαγόρα και τους …πέρασε από φίλτρο. Αποφάσισε μάλιστα να τους δώσει φανέλες και παντελονάκια για να γραφτούν στην ομάδα. Ήταν μεγάλη τιμή για τους μικρούς όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς. Σε ηλικία λοιπόν 15 ετών, το 1955 περίπου έκανε το πρώτο του δελτίο στον Διαγόρα, στην παιδική του ομάδα. Ο ίδιος σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον «γράφων» αυτού του αφιερώματος είχε πει τα ακόλουθα:
«Το 1957 θυμάμαι, εγώ και ο Βαγγέλης ο Σβύνος προωθηθήκαμε στην α’ ομάδα. Το ντεμπούτο και των δυο μας ήταν εναντίον του Δωριέα τον οποίο και κερδίσαμε με 2 – . Μάλιστα το πρώτο γκολ το έβαλε ο Σβύνος και το δεύτερο εγώ. Από τότε δεν βγήκαμε ποτέ έξω από την ομάδα. Τουλάχιστον μέχρι το 1967 που έφυγα για τον Καναδά».
Με τον Διαγόρα στη Β’ Εθνική
Τα χρόνια εκείνα ο Διαγόρας συμμετείχε στο τοπικό ερασιτεχνικό πρωτάθλημα το οποίο και κατακτούσε συνεχώς. Το 1959, χρονολογία που έγινε η Β’ Εθνική –στην οποία οι ομάδες ανέβαιναν απευθείας από το τοπικό- δεν κατάφερε να το κατακτήσει καθώς είχε να αντιμετωπίσει τον Ατρόμητο που είχε μια πολύ καλή ομάδα. Την αγωνιστική περίοδο όμως 1960 – 1961 κατάφερε να το κατακτήσει ξανά και να ανέβει για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής σε μια από τις σημαντικές στιγμές του συλλόγου. Και αυτό που του είχε μείνει αξέχαστο ήταν οι …δυο δραχμές που έπαιρναν οι παίκτες κάθε τόσο. Όσο η ομάδα ήταν στο τοπικό, αυτό που τους έδιναν ήταν μια λεμονάδα ή μια πορτοκαλάδα.
Σκληρότητα και φανατισμός
Εκείνη η Β΄Εθνική, οι παλιοί θυμούνται πολύ καλά πως ήταν μια πολύ σκληρή κατηγορία. Υπήρχε ο φανατισμός και μέσα και έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία του πρωταθλήματος που για να επιβιώσεις έπρεπε να ήσουν πολύ δυνατός και σωματικά αλλά και ψυχικά. Ο Γιώργος Κυπριώτης αλλά και αρκετοί ακόμα παίκτες της ομάδας, ήταν πρωτάρηδες σε τέτοιες καταστάσεις. Ταξίδεψε τότε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και είχε την ευκαιρία να δει και πολλές άλλες πόλεις. Ο Διαγόρας είχε καταφέρει να φτιάξει μια καλή ομάδα, η οποία για τα επόμενα χρόνια κατάφερε να αποφύγει εύκολα τον υποβιβασμό ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορούμε να πούμε ότι έπαιζε και πρωταγωνιστικό ρόλο. Και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί έχουν πει πως ο Διαγόρας εκείνης της εποχής ήταν πρότυπο οργάνωσης. Είχε εξαιρετικούς παράγοντες που συμμετείχαν στη διοίκηση οι οποίοι έκαναν ότι περνάει από το χέρι τους προκειμένου ο σύλλογος να έχει σε όλους τους τομείς μια πολύ καλή εικόνα. Ο ίδιος είχε πει για τα χρόνια που έπαιζε στον Διαγόρα:
«Τα παπούτσια είχαν σκάρες από κάτω. Έβγαινε το καρφί μέσα στο πόδι μας και εμείς συνεχίζαμε να παίζουμε. Δεν γινόταν διαφορετικά. Δεν υπήρχαν οι τάπες. Οι μπάλες ήταν με τα κορδόνια. Ήμασταν μια οικογένεια. Ο Διαγόρας πιστεύω ότι μας ανέβασε κοινωνικά. Αν μας ξέρει όλη η Ρόδος οφείλεται στον Διαγόρα. Έχω όμως και ένα παράπονο. Μια φορά με είχε ζητήσει ο Απόλλων Σερρών. Είχε έρθει μάλιστα στη Ρόδο ο προπονητής ο Πάγκαλος για να μου κάνουν τη μεταγραφή. Τελικά ο Διαγόρας δεν με έδωσε. Από τον σύλλογο αυτό τότε έφευγες …πεθαμένος. Δεν άφηνε τους παίκτες γιατί ήθελε να δημιουργήσει μια ισχυρή ομάδα. Ήταν υποτιμητικό για τον Διαγόρα να χάσει τότε το πρωτάθλημα. Αν είχα φύγει θα έπαιρνα ένα ολόκληρο μαγαζί στην οδό Μεραρχίας στις Σέρρες από τη μεταγραφή. Στεναχωρέθηκα που δεν πήρα τη μεταγραφή αλλά μετά το ξεπέρασα και δεν είχα πρόβλημα».
Η ώρα του Καναδά και το τέλος της καριέρας του
Το 1967 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στον Καναδά για επαγγελματικούς λόγους. Τότε δούλευε στη Νομαρχία και ο μισθός που έπαιρνε δεν του έφθανε για να συντηρηθεί η πολυμελής οικογένεια. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση χωρίς φυσικά να αφήσει το ποδόσφαιρο μιας και εκεί που πήγε αγωνίστηκε σε μια ομάδα που λεγόταν Hellas. Έμεινε μέχρι το 1969, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρόδο. Κατά την επιστροφή του δεν συνέχισε να αγωνίζεται, κάπως απότομα ίσως. Ακολούθησε την προπονητική, ξεκινώντας από τον πάγκο του Αστέρα Παστίδας στον οποίο έμεινε μάλιστα για μια τριετία. Συνέχισε στον Ηρακλή Μαριτσών για άλλα τρία χρόνια και κάποια στιγμή αργότερα πέρασε θήτευσε και στον Διαγόρα μαζί με τον Γιώργο Νεοφύτου. Το 1976 πήρε την απόφαση να ολοκληρώσει και την προπονητική καριέρα καθώς όσο περνούσαν τα χρόνια δεν άντεχε να έχει άγχος.