Νέος άνθρωπος ο Σάββας, γύρω στα πενήντα. Σεμνός, λιγομίλητος. Πριν τον βάλουν σε αναστολή εργασίας δούλευε στην δομή φροντίδας ΑμεΑ «Άγιος Ανδρέας». Τον γνώρισα στις συναντήσεις μας και στους αγώνες μας ενάντια στο ψέμα, την καταπίεση και την τυραννία που σαν καρκίνωμα απλώνεται σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Αξιοπρεπής και εσωστρεφής, δεν φόρτωσε σε κανέναν τα προβλήματα που του προκάλεσε η εγκληματική απόφαση να του στερήσουν το εισόδημά και την ομαλότητα της ζωής του απλώς γιατί άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα να μην δεχτεί μια παράνομη, απάνθρωπη και επικίνδυνη ιατρική πράξη στο σώμα του.
Για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του έκανε κάποια μεροκάματα σε οικοδομές. Πολλά τα προβλήματα. Αφόρητη η λύπη που δούλευε μέσα του, σιωπηλή, ανομολόγητη. Πόσο εύκολο είναι να αντέξει ένας άνθρωπος στα πενήντα του μια τέτοια αλλαγή στη ζωή του;… Δεν άντεξε η καρδιά του. Σταμάτησε ένα χάραμα πριν από λίγες μέρες.
Ο Σάββας δεν πέθανε. Ο Σάββας δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκε από δόλιους, σατανικούς υποκριτές που 20 μήνες τώρα μας καταστρέφουν για να μας «σώσουν» – άγνωστο από τι.
Ο Σάββας δεν πέθανε. Ο Σάββας δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκε από ανδρείκελα που εκτελούν τις άνομες εντολές μιας αδίστακτης παγκόσμιας ολιγαρχίας που έστησε μεθοδικά μια δήθεν «υγειονομική κρίση» για να αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο σύστημα και να υποδουλώσει την ανθρωπότητα.
Ο Σάββας δεν πέθανε. Ο Σάββας δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκε από μια συμμορία επίορκων που τον εκβίασαν με το απάνθρωπο δίλημμα «εμβόλιο ή ανεργία», του στέρησαν την εργασία του, του έκλεψαν το μισθό του και τελικά τον εξώθησαν σε θανατηφόρες συνθήκες με ανασφάλεια,ανέχεια, κατάθλιψη και θανάσιμο άγχος (δεν άντεξε η καρδιά του, ράγισε).
Ο Σάββας δεν πέθανε. Ο Σάββας θυσιάστηκε. Θυσιάστηκε για την ελευθερία του και την αξιοπρέπειά του. Πήρε την απόφαση να προασπίσει την σωματική του αυτοδιάθεση και ανέλαβε τις συνέπειες. Συνέπειες που έφτασαν μέχρι τον θάνατο.
Ο Σάββας ολοκλήρωσε με θάρρος και αξιοπρέπεια την ανθρώπινη αποστολή του. Διαφύλαξε την ελευθερία του μέχρι το τέλος. Ο Σάββας έδειξε τον δρόμο. Έναν δρόμο δύσκολο, ηρωικό. Έναν δρόμο που βάζει σε όλους μας το μεγάλο δίλημμα της εποχής: να ζήσουμε καινα πεθάνουμε σαν ήρωες ή να σερνόμαστε σαν σκλάβοι.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».