Πείτε μου, πόσοι από εσάς και πόσες φορές έχετε ακούσει τους γονείς και παππούδες σας ή κάποιους ηλικιωμένους (συνήθως) γνωστούς να λένε «Κάτσε εκεί που είσαι και μη μιλάς! Πού θα ξαναβρείς τέτοια δουλειά;» ή «Θα έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. ‘Καθάρισες’ για μια ζωή.» ή «Άμα δεν έχεις μέσον, δε γίνεται τίποτα. Θα μιλήσω εγώ στον τάδε…». Είμαι σίγουρη ότι είναι πάρα πολλές αυτές οι περιπτώσεις. Καλοπροαίρετες στην πλειοψηφία τους, απλά με μια μικρή λεπτομέρεια: αυτόν που το εκφράζει δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη σου ή τι αξίες έχεις και τι προσδοκάς από τη ζωή σου. Θεωρεί ότι αυτή είναι η πατροπαράδοτη αντίληψη, η μόνιμη λύση, η «τακτοποίηση» που λένε. Είναι, όμως, όντως έτσι; Και πόσο ωφέλιμη είναι τελικά αυτή η νοοτροπία;
Καταρχάς θα ξεκινήσω από την τεράστια πιθανότητα να μη σου αρέσει αυτή η εργασία. Είτε όσον αφορά το αντικείμενο είτε τις συνθήκες είτε τους συναδέλφους είτε το ωράριο. Ενδέχεται να έχεις δεξιότητες ή συνήθειες, που δε συνάδουν με τη φύση του συγκεκριμένου χώρου εργασίας. Οπότε εκεί νιώθεις κάτι να «κλωτσάει», αλλά το κλωτσάς κι εσύ και έτσι η ζωή συνεχίζεται…
Το δεύτερο, που συμβαίνει, είναι ότι νιώθεις μια τεράστια υποχρέωση προς αυτόν, που μεσολάβησε για να βρεις δουλειά και αυτό ενδέχεται να το κουβαλάς μια ζωή. Και, αν και ακούγεται βολικό, μπορεί συγχρόνως να είναι εξαιρετικά δεσμευτικό. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι ο θείος σου είναι επικεφαλής μιας υπηρεσίας, στην οποία μεσολάβησε για να πας κι εσύ. Ας πούμε και ότι είναι λιγάκι «παράνομος» και αυτό υποπίπτει στην αντίληψή σου. Κι εσύ τυχαίνει να είσαι ένας πραγματικά έντιμος άνθρωπος. Πόσες πιθανότητες έχεις να μιλήσεις ή να αντιδράσεις; Θα σου πω εγώ: σχεδόν μηδενικές. Εκτός αν έχεις βαρεθεί και θες να φύγεις. Η υποχρέωση, που αισθάνεσαι, μπορεί να είναι τροχοπέδη στην έκφραση και την εξέλιξή σου γενικότερα.
Το τρίτο και τελευταίο αφορά τη γενικότερη νοοτροπία της μονιμότητας. Στην επαγγελματική μου καριέρα, ανεξαρτήτως αντικειμένου, έχω κατά κύριο λόγο εργαστεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εκεί οι περισσότεροι εργαζόμενοι ήταν παιδιά της «βιοπάλης» θα λέγαμε, φοιτητές που το έκαναν για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, εποχιακοί υπάλληλοι κτλ. Βρέθηκα, όμως, και σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον, όπου οι συνάδελφοι ήταν κατά κάποιο τρόπο «δημόσιοι υπάλληλοι».
Είχαν, λοιπόν, αυτή τη νοοτροπία της μόνιμης θέσης, του «δεν έχω κάνει σχεδόν τίποτα άλλο στη ζωή μου, δε με κουνάνε από δω και δε με ενδιαφέρει κιόλας να αλλάξω δουλειά». Αυτοί, λοιπόν, πράγματι ήταν πολύ διαφορετικοί από όλους τους υπόλοιπους, που είχα γνωρίσει: ήταν εμφανώς πιο βραδυκίνητοι, πιο οκνηροί, πιο ευαίσθητοι στην κούραση και πιο αδιάφοροι για τον άλλον συνάδελφο, και τον καινούριο και τον παλιό. Ήταν άνθρωποι, που αν τους απομάκρυνες από εκεί και τους τοποθετούσες σε άλλη εργασία, δε θα κατάφερναν να επιβιώσουν.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που σε βλέπουν να χάνεις τη δουλειά σου και απλά συνεχίζουν τη ζωή τους. Μερικές φορές μπορεί να σου κάνουν και bullying, διότι πώς αλλιώς θα εκφράσουν το θυμό προς τον εαυτό τους που δε μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους, δε διεκδίκησαν και δεν έκαναν ποτέ αυτό που πραγματικά αγαπούσαν;
Γεννήθηκα στα Χανιά και στη συνέχεια έζησα στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου και μεγάλωσα. Σπούδασα στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας στο Ηράκλειο Κρήτης και παράλληλα εργάστηκα στην εστίαση και σε διαφημιστικές προωθήσεις προϊόντων. Από το 2014 ξεκίνησα να εργάζομαι σε τουριστικές επιχειρήσεις σε διάφορα αντικείμενα, όπως ξεναγήσεις, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, σέρβις κ.α. Ως ανήσυχο πνεύμα, διαρκώς παρατηρώ, προβληματίζομαι και δοκιμάζω καινούρια πράγματα με σκοπό την εξέλιξη σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Το Μάρτιο του 2021 ξεκίνησα να εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός, ενώ στα ενδιαφέροντά μου συγκαταλέγονται η συγγραφή παραμυθιών, η χειμερινή κολύμβηση, η μαγειρική και τα ταξίδια.