(«Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού»)
(Νίκος Καρούζος, Ποιητής, 1926 – 1990)
Δεν υπάρχουν πια πατρίδες τρυφερές και φιλόξενες. Χτυπημένοι από νοσηρές και ανελέητες εξουσίες, όλοι οι τόποι της γης μοιάζουν σκληροί και ξένοι. Ολόκληρος ο πλανήτης μεταμορφώνεται γοργά σε κόλαση, ένα απέραντο άσυλο εξουσιομανών και παραφρόνων, χωρίς λογική, χωρίς συμπόνια.
Χώρες που έμοιαζαν με «γη της επαγγελίας» μεταμορφώθηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και χώρες που υπόσχονταν όνειρα και ουτοπίες μετατράπηκαν σε εφιάλτες και δυστοπίες.
Που να πας; Που να ταξιδέψεις με την ψυχή ανέμελη; Ποιος τόπος να σε δεχτεί με την αγάπη που αρμόζει στον Άνθρωπο;
Εξορισμένοι απ’ τους ουρανούς, εξορισμένοι και από την ίδια μας τη Γη. Άπληστοι άρχοντες έκαναν την πλανήτη τσιφλίκι τους. Πολιτικά ανδρείκελα εκτελούν τις βρώμικες εντολές τους. Ψέματα, απάτες, εγκλήματα, καταστροφή, δυστυχία, εξόντωση. «Για το καλό σας ρε ηλίθιοι σας σκοτώνουμε. Οι νεκροί δεν έχουν βάσανα» – τους έχω ικανούς να μας το πουν κατάμουτρα.
Μπουντρούμια, αγχόνες, ικριώματα στήνονται παντού στον κόσμο. Φόβος, υποταγή, λογοκρισία, έλεγχοι, απαγορεύσεις, τιμωρίες. Χούντες παντού. Οι πόλεις γίνονται φυλακές. Οι χώρες υψώνουν τείχη. Βουνά, δάση, θάλασσες – σε λίγο θα τα κλείσουν και αυτά. «Πρέπει να σώσουμε τη φύση, οι άνθρωποι είναι παράσιτα» φωνάζουν από τώρα. Μεγάλο το καινούριο παραμύθι που στήνεται – πιο μεγάλο και από το μυθιστόρημα του ιού.
Που να πας; Που να ταξιδέψεις με την ψυχή ανέμελη; Ποιος τόπος να σε δεχτεί με την αγάπη που αρμόζει στον Άνθρωπο;
Πνιγόμαστε, αγωνιούμε, δεν ξέρουμε πια τι ξημερώνει. Όλοι περιμένουμε να σωθούμε από άλλους. Δεν ξέρουμε ή ξεχνάμε ότι η σωτηρία είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση – όπως και η ύπαρξη. Κανένας δεν μπορεί να ζήσει για μας, να πονέσει για μας, να πεθάνει για μας – μπορεί μόνο να μας αγαπήσει και να τον αγαπήσουμε. Αυτός είναι κανόνας τους παιχνιδιού: είμαστε μόνοι από την αρχή μέχρι το τέλος. Να αναλάβεις απόλυτα την ευθύνη της ύπαρξής σου, να πάρεις τις μεγάλες αποφάσεις και να δεχτείς τις συνέπειες: αυτό είναι το μεγαλείο της ζωής και η συμφορά της. Όλα τα άλλα είναι υπεκφυγές, θεωρίες, παιχνίδια, χάσιμο χρόνου.
Η κλεψύδρα αδειάζει, ο χρόνος τελειώνει. Που να πας; Που να ταξιδέψεις με την ψυχή ανέμελη; Ποιος τόπος να σε δεχτεί με την αγάπη που αρμόζει στον Άνθρωπο;
Ο Ποιητής ελπίζει και παρηγορεί. «Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί / στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν».
Ο Ποιητής προτρέπει. «Με την αγάπη θα σηκώσουμε την απελπισία απ’ το αμπάρι του κορμιού».
Πρώτη και τελευταία μας πατρίδα η αγάπη. Μην τους αφήσετε να την καταστρέψουν.
Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».