Ιστορία πρώτη
Μου τηλεφώνησε χθες το μεσημέρι ο Γιάννης, ένας καλός φίλος. Ήταν οργισμένος. Πήγε να πάρει καφέ και μετά να κάνει την καθιερωμένη βόλτα τουαλλά ο υπάλληλος, ακόμα και για takeaway, του ζήτησε το γνωστό πιστοποιητικό υγειονομικών φρονημάτων. Ο Γιάννης του εξήγησε ότι δεν είχε, ότι όλο αυτό που ζούμε είναι δικτατορία και ότι πρέπει να αντισταθούμε. «Και επιπλέον, του είπε, δεν ήρθα για να κάτσω, θα πάρω τον καφέ και θα φύγω». Ο νεαρός ήταν τελείως άκαμπτος και επέμενε ότι αυτές ήταν οι εντολές που είχε. Στο τέλος η διαφωνία έγινε καυγάς και ο νεαρός έφτασε στο σημείο να πει στον Γιάννη «α γ@@@@@υ». Ο Γιάννης, για να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα, έφυγε αλλά ήταν αποφασισμένος να μην το αφήσει να περάσει έτσι. «Θα πάω να μιλήσω αργότερα στον ιδιοκτήτη πουτον ξέρω» μου είπε λίγο πριν κλείσουμε.
Με ξαναπήρε το βράδυ. Ο διάλογος με τον ιδιοκτήτη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. «Μας έχουν τσακίσει, είπε ο ιδιοκτήτης, δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι». Ο Γιάννης του είπε ότι πρέπει όλοι να σηκώσουμε κεφάλι απέναντι στην τυραννία γιατί στο τέλος θα μας τα πάρουν όλα – το σώμα, την ψυχή, τη ζωή μας. Έφυγε αποφασισμένος να μην ξαναπάει στο μαγαζί ακόμα και αν όλα αυτά τα απάνθρωπα μέτρα σταματήσουν.
Ιστορία δεύτερη
Περνούσα χθες το βράδυ έξω από ένα πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Ένας ηλικιωμένος κύριος παρακαλούσε τον υπάλληλο ή τον ιδιοκτήτη να τον αφήσει να μπει μέσα να ρίξει ένα δελτίο των δύο ευρώ. Δεν τον άφηναν επικαλούμενοι το πρόστιμο που θα πλήρωναν αν γινόταν έλεγχος. Ο πελάτης επέμενε. «Ρε παιδιά», τους έλεγε, «έρχομαι και ρίχνω κάθε τόσο ένα δελτίο δυο τρία ευρώ. Συνταξιούχος είμαι. Είναι δυνατόν να πληρώνω δέκα ευρώ για το τεστ, που θα τα βρω;». Ο υπεύθυνος του πρακτορείου αδιάλλακτος. «Να πας να κάνεις το εμβόλιο» του είπε. «Γαμώ τη χούντα σας» φώναξε ο πελάτης καθώς έφευγε απαρηγόρητος και οργισμένος.
Ιστορία τρίτη
Πήγα στην τράπεζα, στο ΑΤΜ. Είχε έξι εφτά ανθρώπους στην ουρά για την τράπεζα και τρεις για το ΑΤΜ. Μια ηλικιωμένη κυρία μιλούσε στην πόρτα της τράπεζας με μια υπάλληλο που φορούσε μάσκα μέχρι πάνω τα μάτια. Από όσα μπόρεσα να ακούσω η κυρία ήθελε να μπει στην τράπεζα αλλά δεν είχε πιστοποιητικό. Έλεγε στην υπάλληλο ότι το θέμα της με έναν λογαριασμό ήταν πολύ σημαντικό και έπρεπε να το τακτοποιήσει οπωσδήποτε. Η υπάλληλος της μιλούσε από την μισάνοιχτη πόρτα ήρεμα, ευγενικά, με φωνή που ακουγόταν υπόκωφα λόγω της μάσκας. Μάλιστα άπλωσε το χέρι της τρυφερά στην ηλικιωμένη γυναίκα και την ακούμπησε πολύ ανθρώπινα στον ώμο. «Λυπάμαι κυρία μου, της είπε, δεν μπορώ να σας αφήσω να μπείτε χωρίς πιστοποιητικό». Η κυρία έφυγε θλιμμένη, με το βλέμμα χαμένο στο κενό. Λίγο αργότερα, στο δρόμο για το σπίτι, θυμόμουν το χέρι της υπάλληλου που ακούμπησε τρυφερά την γυναίκα – μια μικρή ελπίδα.
Ιστορία τέταρτη
Δυο γνωστοί μου, ιδιοκτήτες καφετέριας, αναγκάστηκαν να μαζέψουν τα τραπέζια και από τον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού τους για να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με τους τακτικούς πελάτες τους που ο καθένας για δικούς του λόγους θα ήθελε να μπει στο μαγαζί χωρίς πιστοποιητικό υγειονομικών φρονημάτων. «Θα κάνουμε μόνο ντιλίβερι, μου είπαν, θα έχουμε 200 ευρώ μείον από τα τραπέζια αλλά τουλάχιστον θα μπορούμε να βλέπουμε τους πελάτες μας στα μάτια». (Είμαι πελάτης τους τα τελευταία δυο χρόνια και θα συνεχίσω να είμαι).
Ιστορία πέμπτη
Μια γνωστή κομμώτρια ήταν θυμωμένη αλλά και αποφασισμένη για όλα. Με φώναξε την ώρα που περνούσα έξω από το κομμωτήριο. «Τέλος! Μέχρι εδώ! Είναι ολοφάνερο ότι θέλουν να μας εξοντώσουν» μου είπε. Και μου εξήγησε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ζητήσει χαρτί από τους πελάτες της. «Θα κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου αλλά δεν πρόκειται να ξεφτιλιστώ και να σκύψω το κεφάλι στο φασισμό τους». Την αγκάλιασα και της είπα «καλή δύναμη» – ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω.
(Πέντε μικρές ιστορίες, πέντε ερμηνείες για το ίδιο φαινόμενο. Άνθρωποι που υποτάσσονται και άνθρωποι που δεν σκύβουν το κεφάλι. Άνθρωποι που βλέπουν μόνο το συμφέρον τους και άνθρωποι που είναι έτοιμοι να το θυσιάσουν για τις αρχές τους. Κάθε άνθρωπος και μια διαφορετική άποψη για τη ζωή. Τρέλα, οργή, απόγνωση, ελπίδα σε μια εποχή οριακή και κρίσιμη για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Και όπως πάντα η ίδια, κοινή ανθρώπινη μοίρα σε έναν κόσμο όπου κάθε λογής εξουσίες κατασκευάζουν και φορτώνουν πάνω μας καινούρια βάσανα και καινούριες αγωνίες λες και δεν φτάνει η μεγάλη, αθεράπευτη αγωνία της ζωής και του θανάτου.)

Ο Γιώργος Ταρασλιάς γεννήθηκε στη Ρόδο τον Μάιο του 1969. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στα Κοσκινού. Στα δεκαοκτώ του έφυγε για σπουδές στην Αθήνα – οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Ξαναγύρισε στο νησί το 1998 και από τότε μένει στην πόλη της Ρόδου. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο από νωρίς στη ζωή του. Σε δύσκολες εποχές είχε την τύχη να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το έργο σπουδαίων λογοτεχνών: Αλμπέρ Καμύ, Νίκο Καρούζο, Ντοστογιέφσκι, Εμίλ Σιοράν, Κωστή Παπαγιώργη, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Χένρυ Μίλερ, Καζαντζάκη, Χουάν Κάρλος Ονέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλεάνθη Γρίβα. Άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε του. Αρκετά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε την θεραπευτική δύναμη της γραφής. Συνεχίζει να γράφει κυρίως για λόγους αυτοθεραπείας. Θεωρεί την λογοτεχνία ως μια απόπειρα εξήγησης της ανθρώπινης ύπαρξης και ως μία μέθοδο προσωπικής σωτηρίας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε συλλογικούς τόμους και την ατομική συλλογή διηγημάτων «Βραδινές Υποσχέσεις και άλλες ιστορίες» – Εκδόσεις Βερέττα, 2019. Χαρακτηρίζει το πρόσφατο δημοσιευμένο έργο του «Μανιφέστο αγωνίας» ως «έργο εκτάκτου ανάγκης».