«Μπρατσάκια» ή σωσίβιο; «Μακαρόνι» ή «τουβλάκια»; Σίγουρα όλοι οι γονείς έχουν κάνει αυτές τις συζητήσεις το καλοκαίρι, αλλά και όσοι δεν είναι γονείς, τις έχουν ακούσει έστω απορημένοι… Τι θα διαλέξει ο καθένας είναι δική του επιλογή, το σίγουρο όμως είναι ότι γενιές και γενιές παιδιών μεγάλωσαν στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο φορώντας «μπρατσάκια» για τη θάλασσα. Από τα κλασικά πορτοκαλί και τα κίτρινα, μέχρι τα σημερινά με τα κινούμενα σχέδια, έχουν φορεθεί από εκατομμύρια παιδιά στις παραλίες.
Η ιστορία τους πάει αρκετά χρόνια πίσω και «πατέρας» τους θεωρείται ένας Γερμανός, ωστόσο είχαν προηγηθεί ορισμένες εφευρέσεις που του άνοιξαν το δρόμο. Ωστόσο δεν γνώριζαν την επιτυχία που γνώρισαν τα δικά του «μπρατσάκια» που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα στην αγορά και φέρουν τη σφραγίδα του.
Ο Βέρναρντ Μάρκβιτς (Bernhard Markwitz) προφανώς δεν φανταζόταν ότι θα κατάφερνε να γίνει εκατομμυριούχος μέσα από μία παραλίγο τραγική ιστορία με την ίδια του την κόρη.
Γεννημένος το 1920 σε οικογένεια ξενοδόχων στη Γερμανία προοριζόταν για ναυαγοσώστης. Πράγματι στα 17 χρόνια του ήταν έτοιμος ναυαγοσώστης και ακολουθούσε τη δουλειά του.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου υπήρξε αιχμάλωτος των Βρετανών, έφτιαξε ξανά τη ζωή του. Το 1948 μετακόμισε στο Αμβούργο, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και ξεκίνησε το εμπόριο. Πουλούσε οινοπνευματώδη ποτά και καλλυντικά, ενώ εργάστηκε από το 1949 στη Ναυαγοσωστική ομοσπονδία στην ίδια πόλη. Τίποτα δεν προμήνυε ότι τελικά θα γινόταν εφευρέτης και μάλιστα μιας εφεύρεσης που θα βοηθούσε τα παιδιά στη θάλασσα και τις πισίνες.
Ολόκληρη η ζωή του άλλαξε το καλοκαίρι του 1956. Τότε η τριών ετών κόρη του Βέρναρντ Μάρκβιτς έπεσε σε μια λιμνούλα και παραλίγο να πνιγεί. Σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Ο ίδιος και η γυναίκα του αποφάσισαν τότε να αφιερώσουν τη ζωή τους ώστε το μπάνιο για τα παιδιά να γίνει ασφαλέστερο. Άλλωστε ο Μάρκβιτς αγαπούσε το νερό, ήταν ναυαγοσώστης, εκτός από έμπορος και είχε ορκιστεί ότι μετά την εμπειρία του θα βοηθούσε τα παιδιά στο κολύμπι.
Επινόησε και ανέπτυξε μόνος του ένα βοήθημα κολύμβησης, τα «μπρατσάκια» που θα ήταν ασφαλέστερο για τα παιδιά από ότι τα σωσίβια που υπήρχαν εκείνη την εποχή και ήταν κατασκευασμένα από φελλό.
Ο Γερμανός ναυαγοσώστης ήξερε ότι έπρεπε να βρει τρόπο έτσι ώστε ο μη κολυμβητής να μπορεί να κρατήσει το άνω μέρος του σώματος και να το κεφάλι του πάνω από το νερό.
Ακριβώς τη στιγμή που είχε απόλυτη ανάγκη από χρήματα για να προωθήσει την εφεύρεσή του κέρδισε ένα μεγάλο ποσό στο λαχείο. Πήρε σε μια μέρα 253.000 γερμανικά μάρκα, ποσό που χρησιμοποίησε ως κεφάλαιο κίνησης για την επιχείρησή του. Τότε κατάφερε να κατοχυρώσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και σταδιακά να ξεκινήσει την παραγωγή.
ο 1964, στις 13 Ιουνίου, είχε αναπτύξει τα «μπρατσάκια» και τις βαλβίδες τους στην τελική τους μορφή και τα διέθετε στο εμπόριο υπό την ονομασία «BEMA». Η σύγχρονη ονομασία τους στα γερμανικά, (Schwimmflügel), μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «φτερά κολύμβησης».
Αρχικά το καταναλωτικό κοινό ήταν επιφυλακτικό και ο ίδιος έβαζε ανθρώπους να τα δοκιμάζουν ακόμη και στις διακοπές του.
Μέσα σε λίγα χρόνια έρχεται η «επανάσταση». Τα «μπρατσάκια» σαρώνουν παντού… Η BEMA σαρώνει και ο Βέρναρντ γίνεται ζάμπλουτος. Το 1972 η γραμμή παραγωγή θα τρέξει στην Ταϊβάν και στη δεκαετία του 1990 στην Ταϊλάνδη.
Μόνο μέχρι το 1996 είχε πουλήσει πάνω από 150 εκατομμύρια αυθεντικά BEMA «μπρατσάκια» και έβγαζε λεφτά από όλο τον κόσμο.
Ο Βέρναρντ πέθανε ξαφνικά το 2000. Την Παρασκευή ήταν στο γραφείο του, τις επόμενες μέρες έκανε μια εγχείρηση καρδιάς και δύο 48ωρα αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.
Λίγα χρόνια αργότερα η διοίκηση έμεινε στη γυναίκα του και το 2002 η εταιρεία πουλήθηκε στο «γκρουπ» Friedola. Μόνο το 2010 η εταιρεία έφτιαξε 10 εκατ. «μπρατσάκια» και έκανε τζίρο 100 εκατ. ευρώ.
Τότε η Εταιρεία Dean’s Rag Book Company, στο Λονδίνο, παρουσίασε τα Swimeesy Buoy, τα οποία ήταν «μπρατσάκια» με πολύχρωμο σχεδιασμό και είχαν τη μορφή πεταλούδας. Το προϊόν αυτό έγινε τόσο δημοφιλές στη χώρα και έτρεχε στο εμπόριο μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ένα παρόμοιο σχέδιο παρουσιάστηκε στο περιοδικό Modern Mechanix, τον Οκτώβριο του 1931. Ήταν κατασκευασμένα από καουτσούκ, αποτελούμενα από δύο μέρη και φοριούνταν στα μπράτσα. Τα μπρατσάκια μπορούσαν να φουσκωθούν μέσω μιας βαλβίδας. Η πρώτη επίδειξή τους στο κοινό έγινε στις παραλίες του Λος Άντζελες, της Καλιφόρνια, και των ΗΠΑ.