Κάλλας και Ζελένσκι ζητούν πόλεμο μέχρι τέλους! «Πίεση στη Ρωσία και κυρώσεις»
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια σοβαρή δημόσια συζήτηση γύρω από τον ρόλο και την επιρροή της φαρμακευτικής βιομηχανίας στη χάραξη πολιτικών δημόσιας υγείας. Δημοσιογραφικές έρευνες και αναλύσεις επισημαίνουν ότι, μέσω χρηματοδοτήσεων, διαφημιστικής ισχύος και θεσμικών συνεργασιών, μεγάλες εταιρείες έχουν αποκτήσει λόγο στη διαμόρφωση της ατζέντας σε κυβερνητικό και επιστημονικό επίπεδο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ιστορικές αναφορές σε νομοθετικές πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ο νόμος Bayh–Dole του 1980 και ο νόμος του 1986 για τους τραυματισμούς από παιδικά εμβόλια, οι οποίοι –σύμφωνα με επικριτές τους– ενίσχυσαν τη νομική προστασία των κατασκευαστών και περιόρισαν τις δυνατότητες δικαστικής προσφυγής των πολιτών.
Παράλληλα, ιστορικά περιστατικά του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα δείχνουν ότι η εφαρμογή πρώιμων μορφών εμβολιασμού δεν ήταν πάντα χωρίς προβλήματα, γεγονός που είχε οδηγήσει κατά καιρούς σε κοινωνικές αντιδράσεις και νομοθετικές αναθεωρήσεις. Αυτές οι εμπειρίες συνέβαλαν στη σταδιακή διαμόρφωση του σημερινού ρυθμιστικού πλαισίου.
Την περίοδο 2020–2023, οι αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με τη σχέση επιστήμης, πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη για διαφάνεια, λογοδοσία και ουσιαστικό δημόσιο διάλογο παραμένει ζητούμενο σε μια κοινωνία που επιδιώκει να συνδυάζει τη δημόσια υγεία με τον σεβασμό των πολιτικών ελευθεριών.















