Κάλλας και Ζελένσκι ζητούν πόλεμο μέχρι τέλους! «Πίεση στη Ρωσία και κυρώσεις»
Ο Νόμος Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) παρουσιάστηκε ως μια «αναγκαία θωράκιση» του διαδικτύου απέναντι στην παραπληροφόρηση και το επιβλαβές περιεχόμενο. Ωστόσο, πίσω από τις διακηρύξεις περί «ασφαλούς ψηφιακού περιβάλλοντος», ο κανονισμός κρύβει διατάξεις που μπορούν να μετατραπούν σε μηχανισμό επιτήρησης των πολιτών και περιορισμού του δημόσιου διαλόγου.
Η πρώτη προβληματική περιοχή αφορά την άρση περιεχομένου. Το Άρθρο 16 υποχρεώνει τις πλατφόρμες να αφαιρούν περιεχόμενο έπειτα από αναφορές χρηστών, χωρίς να προβλέπεται αυστηρό πλαίσιο ελέγχου κατάχρησης. Έτσι δημιουργείται κίνδυνος να εξαφανίζονται νόμιμες απόψεις απλώς επειδή εκλαμβάνονται ως «ενοχλητικές» ή «μη αποδεκτές».
Ακόμη πιο σοβαρή είναι η ευρεία διατύπωση του Άρθρου 34, το οποίο επιβάλλει στις «πολύ μεγάλες πλατφόρμες» να εντοπίζουν και να περιορίζουν «συστημικούς κινδύνους», όπως η παραπληροφόρηση ή ο κοινωνικός αντίκτυπος περιεχομένου. Με τέτοια αόριστη διατύπωση, οι πλατφόρμες υποχρεώνονται να ασκούν προληπτικό έλεγχο, οδηγώντας σε ένα περιβάλλον όπου ο φόβος κυρώσεων παράγει αυτολογοκρισία.
Το Άρθρο 35 ενισχύει το παραπάνω πλαίσιο, απαιτώντας από τις πλατφόρμες να λαμβάνουν «αποτελεσματικά μέτρα μετριασμού» των κινδύνων. Χωρίς σαφή όρια, τα μέτρα αυτά μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε φίλτρα, περιορισμούς λογαριασμών ή καταβαράθρωση της ορατότητας περιεχομένου που δεν είναι παράνομο, αλλά «ανεπιθύμητο».
Ένα ακόμη ιδιαίτερα ανησυχητικό σημείο είναι το Άρθρο 51, που παρέχει εκτεταμένες εξουσίες στους εθνικούς «Συντονιστές Ψηφιακών Υπηρεσιών». Οι αρχές μπορούν να ζητούν πρόσβαση σε δεδομένα, να διενεργούν έρευνες και να πιέζουν πλατφόρμες να συμμορφωθούν με εντολές αφαίρεσης. Σε λάθος χέρια, αυτή η εξουσία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο πολιτικού ή ιδεολογικού ελέγχου.
Τέλος, το Άρθρο 82 προβλέπει σοβαρές κυρώσεις για τις πλατφόρμες που δεν συμμορφώνονται, ενισχύοντας περαιτέρω την τάση για υπερβολικά «προσεκτικό» moderation.
Ο DSA, αντί να προστατεύει την ελευθερία των πολιτών, κινδυνεύει να εγκαθιδρύσει ένα μοντέλο όπου η Ευρώπη λειτουργεί ως ρυθμιστής του παγκόσμιου λόγου. Και όταν ο λόγος ελέγχεται, η δημοκρατία ασφυκτιά.













