Έκτακτα νέα:

Vinkmag ad

Το μνημείο του ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Περικλέους ως το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του ΕΛΥΤΗ!

Γράφει η δικηγόρος Ειρήνη Μαρούπα

Οι χαλεπές μέρες που διανύουμε σ’αυτήν την χώρα τα τελευταία 15 χρόνια, έχουν κλονίσει συθέμελα, το κρατικό οικοδόμημα και την κοινωνική συνοχή.

Ο Ελληνικός λαός βλήθηκε και βάλλεται στην ίδια την φυσική του ύπαρξη, στην ψυχή και το φρόνημά του, σαν για να εξαφανιστεί από προσώπου γης, ώστε να σβήσουν  μαζί με την ύπαρξή του και οι ιδέες του. Οι ιδέες των προπατόρων του στα βάθη των αιώνων, που γέννησαν σ’αυτήν την γωνία του πλανήτη αποκλειστικά και μόνο, τις πανανθρώπινες αξίες της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Πνευματικότητας, πάνω από την καλοπέραση και την ησυχία.

Οι Έλληνες, από την αρχαιότητα ως σήμερα, είναι ο μοναδικός λαός που πολεμά για την ελευθερία του, για την χαρά και με χαρά! Για να είμαι ακριβής πολεμά με αποφασιστικότητα και χαρά, για την ευτυχία που συνιστά η ελευθερία, (το εύδαιμον το ελεύθερον το μεν, το δ’ελεύθερον το εύψυχον). Πολεμά για υψιπετή ιδανικά, στο διάβα του χρόνου, πιασμένος χέρι-χέρι, ο Λεωνίδας ο Σπαρτιάτης, ο Μιλτιάδης στον Μαραθώνα, ο Κολοκοτρώνης κι ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο Καγιαλές, ο Δασκαλογιάννης, ο Ελύτης, ο Ππαγιαννόπουλος κι ο Κωνσταντάρας, ο Κατούντας, ο Μπικάκης.

Όλοι αυτοί, που συναποτελούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ελληνισμού, είναι οι παππούδες μας. Αυτοί μας δίδαξαν να πολεμούμε, όχι από ανάγκη, ή για τα υλικά αγαθά, αλλά για την αρμονία, την ισορροπία και την ωραιότητα που προκαλείτο αίσθημα της συλλογικής ελευθερίας να ζούμε σύμφωνα με τα Ελληνικά ήθη, τα Ελληνικά  έθιμα και τις Ελληνικές παραδόσεις. Αυτοί οι ίδιοι οι πολεμιστές πρόγονοί μς,  μαρτυρούν αυτό που σας λέω, ότι πολέμησαν για την ευτυχία που συνιστά η ελευθερία. Γιατί απλά ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΑΛΛΙΩΣ. Η πηγαία αυτή χαρά και αποφασιστικότητα να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, ξεπετιόταν από τα σωθικά τους, από τα έγκατα της ψυχής τους, όπως ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν συνέβη σε κανέναν λαό.

Έτσι εξηγείται η μαρτυρία του Γιώργου Θεοτοκά που έγραψε εν θερμώ ανήμερα την 28η Οκτωβρίου 1940 για την χαρά που ξεπηδούσε από την ψυχή της κοινωνίας, εκείνο το ίδιο πρωί, ενώ είχε μόλις ανακοινωθεί η κήρυξη του πολέμου, από υπέρτερη στρατιωτική κρατική δύναμη.

Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς, λέγοντας το ΟΧΙ, στην αβλαβή διέλευση στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας, βρισκόταν σε μία αυθεντική ψυχική συμφωνία με τον ελληνικό λαό και στρατό, τους οποίους ως αληθινός ηγέτης, είχε από μακρού προετοιμάσει για την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΙΚΗ. Αλλά και σ’έναναυθεντικό διάλογο με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού, ένας κρίκος στην αέναη αλυσίδα.

Έτσι ο Θεοτοκάς, περιγράφει «Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! O ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική».

Και τούτο το συναίσθημα της χαράς,  παρά το γεγονός ότι η πρώτη του σκέψη ήταν πως ως το μεσημέρι θα βομβαρδίσουν την Αθήνα. Ούτε φόβος, ούτε ανασφάλεια, ούτε στενοχώρια, ούτε κανένα αρνητικό συναίσθημα. «Μετά τους Αμπελοκήπους, (λέει), μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Oι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω για να μην τη δουν.

Φτάνω στο γραφείο, συζητώ με τον Αλέκο για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. O κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει κάποια περηφάνια.

Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της AlaLitoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.

Σιγά σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων […] έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. […] O κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Τις ίδιες έννοιες της εθνικής ενότητας, της ομόνοιας, του φιλότιμου, της εορτής για την ελευθερία, ξαναδιαβάζουμε στον Επιτάφιο Λόγο, που εκφώνησε ο Περικλής για τους Αθηναίους νεκρούς στρατιώτες. Συναισθανόμενος την αναξιότητα και την ανικανότητα να μιλήσει, γι’αυτούς που τα ανδραγαθήματά τους μίλησαν, και συνιστώντας με πράξεις να απονέμεται η τιμή.

Πόση αρμονία, και πόση αντίθεση με αυτό που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες, το έσχατο σημείο παρακμής, να συζητάνε αυτοί, που θωπεύουν τ’αχαμνά τους ή δένουν τα κορδόνια τους, πάνω στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη (Τσίπρας, Μητσοτάκης και λοιπός πολιτικός συρφετός), να θέλουν να προστατεύσουν την ηθική αξία και το ίδιο το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, από τα τσαντίρια διαμαρτυρίας, κατά τα λεγόμενα όσων νομοθέτησαν την φύλαξη του μνημείου από τις ένοπλες δυνάμεις. Είναι φανερό ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει πανταχόθεν.

Η δυσαρμονία μπορεί να αποφευχθεί μόνο με την προσφυγή μας, στις παρακαταθήκες του έθνους μας, σε όσα μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, για τον συμβολισμό και την στάση μας, ενώπιον του μνημείου του αγνώστου στρατιώτη.

Τον τόνο δίνει ο Περικλής. «Θὰ μιλήσω πρῶταπρῶταγιὰτοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲμιὰ τέτοια περίσταση, κατὰτὴνὁποίαθρηνοῦμεκαὶἐγκωμιάζουμετοὺς νεκρούς μας, νὰτοὺςἀπονέμεταιἡτιμὴαὐτὴνὰ μνημονεύονται πρῶτοι. Γιατὶδὲνὑπῆρξανοὔτε μία στιγμή, κατὰτὴνὁποίανὰἔπαυσαννὰκατοικοῦντὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴνἀνδρείατοὺς διαφύλατταν τὴνἐλευθερία της ἀπὸγενεὰσὲγενεὰ μέχρι τῶνἡμερῶν μας καὶμᾶςτὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶἐκεῖνοιλοιπὸνεἶναιἄξιοιἐπαίνουἀλλὰἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας. Γιατὶἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησανμὲπολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲμᾶςτοὺςσημερινοὺςὅληαὐτὴτὴνἐπικράτειαποὺ κατέχουμε σήμερα. Τὸδὲἔργοτῆς περαιτέρω βελτίωσης, τὸἐπιτελέσαμεἐμεῖςοἱἴδιοιποὺεἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ».

Εκθειάζει το δημοκρατικό πολίτευμα, αναφέροντας ότι η δημοκρατία είναι υπόδειγμα, διότι η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και υπάρχει αξιοκρατία, ελευθερία και σεβασμός μεταξύ των πολιτών, που δεν παραβιάζουν τους νόμους, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν θεσπιστεί υπέρ των αδικουμένων, γιατί η παραβίασή τους, θα φέρει ΝΤΡΟΠΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΒΆΤΕΣ!      

Καταλήγει δε, ότι υπερέχουν έναντι των άλλων πολεμιστών, διότι έχουν έμφυτη γενανιότητα, κι ενώνονται εμπρός στους πολεμικούς κινδύνους, αναφέροντας την ανδραγαθία ως το ύψιστο προτέρημα, το οποίο μετέρχονται ακόμα και οι ανάπηροι και οι κατώτερης κοινωνικής στάθμης, δικαιούμενοι ίδια εγκώμια, από τους ζωντανούς.

Επί τα ίδια εμμένει με τον δικό του τρόπο, ο Οδυσσέας Ελύτης, στην πορεία προς το μέτωπο, στην οποία συναθροίστηκαν πλούσιοι, ευγενείς, ηθοποιοί, ποιητές, αγρότες κι εργάτες, για την υπεράσπιση της πατρίδας.

«Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ώς το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλωλογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ‘ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, νά που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε…….Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου».

Αυτοί όλοι με το χαμόγελο στα χείλη και την χαρά του Ελεύθερου Ανθρώπου, που θέλει να μείνει ελεύθερος, κρατώντας την πατρίδα μας, το καταφύγιο της συλλογικής ελευθερίας μας, αλώβητο στο διάβα των χιλιετιών, ώστε να συνεχίζουμε να ζούμε στο διηνεκές ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΤΩ ΤΡΟΠΩ, βρίσκονται εκεί, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, για να μας θυμίζουν ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πρέπει να πάμε!

Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη δεν χρειάζεται φύλαξη από τον στρατό (ωιμέ), ούτε αποτελεί χώρο για διαμαρτυρίες. Ενσαρκώνει αυτούς που έφυγαν, είναι και θάρθουν. Το παρελθόν, παρόν και μέλλον του Ελληνισμού, κι εμπρός του μόνο εγκώμια προς αυτούς μπορούν ν’ακούγονται και ν’αναβλύζει η χαρά του Θεοτοκά, ο σεβασμός του Περικλή, κι ο αναστεναγμός του Ελύτη, για ν’αντλούμε δύναμη, σιγουριά κι απαντοχή για το μέλλον μας!

Προηγούμενο

Σπάρταλης στο “news12”: “Δεν ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα, με βάση των ευκαιριών έπρεπε να έιχαμε πάρει το παιχνίδι”

Επόμενο

Αγγελάκης στο “news12”: “Στόχος της ομάδας είναι να δίνει κάθε εβδομάδα τον καλύτερο της εαυτό”

Γράψτε απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλή