Έκτακτα νέα:

Vinkmag ad

2+2=5  Προπαγάνδα και αντίσταση

Της Ελένης Αργυροπούλου – Σαραφοπούλου
πτ. Κοινων. Θεολογίας

«Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης η πραγματική αντίσταση είναι το να παραμένεις στη ζωή»
(Χέρμαν Λανγκμπέιν, ιστορικός,
πρώην κρατούμενος του Άουσβιτς)

«…………«Θυμάσαι», συνέχισε, «τι  έγραψες στο ημερολόγιό σου; Ελευθερία θα πει να μπορείς να λες ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα».

«Ναι», είπε ο Γουίνστον.

 Ο Ο ’Μπράιαν σήκωσε το αριστερό του χέρι, με την πλάτη του γυρισμένη στον Γουίνστον, τον αντίχειρα κρυμμένο και τα τέσσερα δάκτυλα τεντωμένα.

«Πόσα δάκτυλα σου δείχνω, Γουίνστον;»

«Τέσσερα».

«Κι αν το Κόμμα πει ότι δεν είναι τέσσερα, αλλά πέντε, τότε πόσα είναι;»

«Τέσσερα».

Η λέξη τελείωσε με μια κραυγή πόνου. ………..».

Πρόκειται για ένα αφυπνιστικό απόσπασμα από το περίφημο εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζορτζ  Όργουελ  «1984», ένα λογοτεχνικό έργο – σταθμό  του 20ου αιώνα στην πολιτική διανόηση. Το βιβλίο έρχεται να προειδοποιήσει για τους κινδύνους της αδίστακτης αυταρχικής εξουσίας,  τις τραγικές συνέπειες της ακραίας κρατικής κατασκοπείας  και της προπαγάνδας.

Με φόντο τον πρωταγωνιστή Γουίνστον Σμιθ, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον φοβισμένο πολίτη ενός δυστοπικού απολυταρχικού καθεστώτος στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από έναν εφιαλτικό κόσμο θανάτου της ελευθερίας, το μυθιστόρημα σηματοδοτεί ηχηρά την αντίδραση στη δεσποτική χειραγώγηση της σκέψης, στο αλλόκοτο της παραφροσύνης, του εκφοβισμού και της τυραννίας.

Ο Όργουελ, εμπνεόμενος από τα τραγικά γεγονότα και τους μηχανισμούς δράσης του Ολοκληρωτισμού του γερμανικού Ναζισμού και του ρωσικού Κομμουνισμού πλάθει ένα σενάριο στα πλαίσια ενός υπέρ-κράτους παντοδύναμου και πανταχού παρόντος, όπου η καταστολή δεν θα είναι κατά κύριο λόγο σωματική, αλλά πρωτίστως νοητική, υπό την κυριαρχία του παντεπόπτη «Μεγάλου Αδελφού».  Για το Σύστημα η μάζα, οι απλοί πολίτες, οι «προλετάριοι», όπως τους ονομάζει ο συγγραφέας, είναι κατώτερα όντα και πρέπει να πάψουν να σκέπτονται. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω της πλύσης εγκεφάλου. Το «Κόμμα» φροντίζει να κρατά το επίπεδό τους χαμηλά, απαγορεύοντας το διάβασμα και απασχολώντας τους με ανούσια πράγματα, π.χ. ποτό, τζόγο.

Υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης, απόλυτου ελέγχου και λογοκρισίας, ακόμη και το παραμικρό ίχνος ιδιωτικότητας, συλλογισμού και βούλησης υποτάσσεται στην απόλυτη εξουσία και τελικά εξαλείφεται. Απαγορεύεται ακόμη και να κρατά κανείς ημερολόγιο, ενώ όνειρα και συναισθήματα παρακολουθούνται και διώκονται.Την ίδια ώρα, κάθε προσπάθεια αποφυγής της παρακολούθησης επισύρει ακόμη και ποινή θανάτου. Σε έναν κόσμο απόλυτα χειραγωγούμενο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η απολυταρχία με την πολύτιμη αρωγή της προπαγάνδας ανατρέπει τα πάντα. Κατασκευασμένες ειδήσεις και παραπληροφόρηση κάνουν την αλήθεια εσκεμμένα να αντιστρέφεται, οδηγώντας τον απλό πολίτη να πιστέψει το ψευδές που παρουσιάζεται ως αληθές. Ως αποτέλεσμα, μπερδεμένος από τη σύγχυση και την ανατροπή των ως τότε σταθερών, αλλά και υπό τον τρόμο και τον εκφοβισμό, ο άνθρωπος γίνεται εύκολα διαχειρίσιμος.

 Σε έναν τέλειο ολοκληρωτισμό του φασισμού  τα πάντα αλλοιώνονται, περιορίζονται στο ελάχιστο και διαστρέφονται. Ξαφνικά νέοι όροι επινοούνται: Διπλή Σκέψη («Doublethink»), Νέα Ομιλία («Newspeak»), Αστυνομία Σκέψης («Thought Police»). Ακόμη και οι λέξεις αλλάζουν («Νewspeak») και αποκτούν αλλιώτικο, ανάποδο νόημα προκειμένου και αυτές να γίνουν μέρος του ίδιου υποχθόνιου σχεδίου: να υποτάξουν τον λόγο και την κριτική σκέψη και να εξαφανίσουν κάθε ίχνος τους. Παράλληλα, προσωπικές και πολιτικές σκέψεις που δεν εγκρίνονται από το καθεστώς και αμφισβητούν το κατεστημένο εξοστρακίζονται και καταδικάζονται σε θάνατο. Στον κόσμο του «Newspeak» η άγνοια είναι δύναμη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η σκέψη είναι παραλογισμός, ο πόλεμος είναι ειρήνη.

Αυτή η δυναμική ιδεολογία, χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στη μικρού μήκους ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Μπαμπά Ανβάρι (Babak Anvari) με τίτλο «Two & Two». Στα χνάρια του κοινωνικοπολιτικού θρίλερ «Το κύμα», η συναρπαστική ταινία σκιαγραφεί σε λιγότερο από επτά λεπτά τις συνέπειες της – με όποιο κόστος – αυταρχικής απόπειρας χειραγώγησης της σκέψης. Το βίντεο ξυπνά εικόνες του παρελθόντος – πρόσφατου και μη – αλλά και του παρόντος και … του μέλλοντος, δείχνοντας  τι συμβαίνει όταν αναλαμβάνει η βία και ασκεί ολική επιρροή. Το σκηνικό διαδραματίζεται σε ένα σχολείο, όπου ξαφνικά εισάγεται καινούργια μέθοδος μάθησης και νέα Μαθηματικά μπαίνουν στη διδασκαλία. Πλέον «2+2=5» και κανείς δεν έχει το δικαίωμα αμφισβήτησης ή δήλωσης του ορθού. Τι θα γίνει όμως όταν ένας εκ των μαθητών βρεθεί να παλέψει σθεναρά για την αλήθεια; Θα πετύχει άραγε να επηρεάσει τους συμμαθητές, προκαλώντας και τη δική τους αντίσταση ή μήπως θα βρει και εκείνους οργισμένους απέναντί του;  Η ισχύς της προπαγάνδας  – προσφάτως εφαρμοσμένης σε ακραίο βαθμό – αντικατοπτρίζεται στα λόγια των δύο άλλων μαθητών που αντιδρούν ακαριαία και τάσσονται ενάντια στον φορέα της αλήθειας. Μολαταύτα, η τελευταία σκηνή του φιλμ είναι μια τρανταχτή νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι, ακόμη κι αν μόνο ένας μείνει για να το υπερασπιστεί.

Στα δραματικά  γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που στιγμάτισαν την ανθρώπινη Ιστορία και επηρέασαν εμφανώς τη σκέψη του Βρετανού εμπνευστή του «1984», θα βρει κανείς  πολυάριθμα παραδείγματα της δράσης της προπαγάνδας. Την ίδια ώρα, θα μείνει έκθαμβος από τις απόπειρες – επιτυχημένες ή μη –  αντίστασης και επ-ανάστασης στην παράνοια και την τυραννία.

Εν προκειμένω, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης  εκτυλίχθηκαν σκηνές φρίκης αλλά και απείρου θάρρους και δυνάμεως. Μία από αυτές ήταν η περίπτωση της Καταρίνα Γουάιτζ, της πρώτης γυναίκας που κατάφερε να αποδράσει από το γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ σκαρφαλώνοντας στον τοίχο. Τσιγγάνικης καταγωγής, ακροβάτρια στο επάγγελμα, η νεαρή γυναίκα προσπάθησε στο παρελθόν ανεπιτυχώς δύο φορές να διαφύγει. Αφού μάλιστα πέρασε μήνες βασανιστηρίων μετά τη σύλληψή της, δεν πτοήθηκε, αλλά έκανε και τρίτη προσπάθεια και το κατόρθωσε. Μέσα στο σκοτάδι πέρασε απαρατήρητη από τους φρουρούς των Ες-Ες (SS) και τα άγρια σκυλιά τους, σκαρφάλωσε σε οροφή κτιρίου και από εκεί, κάνοντας  χρήση των δεξιοτήτων  της στο τσίρκο,  πήδηξε στον ηλεκτροφόρο φράκτη, τον οποίο κάλυψε με κουβέρτα. Εν συνεχεία, σκαρφάλωσε 5 σειρές συρματοπλέγματα κι έναν τοίχο 5 μέτρων και χάθηκε στο δάσος.

Κατά το διάστημα των 3 ημερών που πέρασε ελεύθερη, όλες οι άλλες γυναίκες στον θάλαμό της αναγκάστηκαν να σταθούν σε στάση προσοχής, χωρίς να επιτρέπεται να κουνηθούν και χωρίς να φάνε τίποτε ή να πιουν νερό. Αυτή η κίνηση ήταν σκόπιμη ώστε να κάμψουν όποια διάθεση για αντίδραση. Οι Ναζί γνώριζαν καλά να παίζουν με τα μυαλά των θυμάτων τους.

 Το πρωί της τέταρτης ημέρας οι Γερμανοί την εντόπισαν και την έσυραν στο στρατόπεδο, αιμόφυρτη από τα ραπίσματα και από τις δαγκωνιές των σκύλων τους. Ως τιμωρία εφάρμοσαν κάτι πολύ “πρωτοποριακό”, δείγμα της ωμότητας, του σαδισμού και των  αρρωστημένων μυαλών τους: την έριξαν μέσα στον θάλαμο όπου βρίσκονταν οι συγκρατούμενές της με την οδηγία να την κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτές, εξαντλημένες και νηστικές, όρμησαν με καρεκλοπόδαρα και τη χτύπησαν ανελέητα.  Ήταν μια κραυγαλέα απόδειξη των συνεπειών του χειρισμού και της προπαγάνδας, της χρήσης εκφοβισμού και της επιβολής τιμωρίας.

Έχει υπολογιστεί ότι από το 1940 ως το 1945 στο Άουσβιτς, το μεγαλύτερο στρατόπεδο εξόντωσης, 928 κρατούμενοι απέδρασαν· οι περισσότεροι ήταν Πολωνοί, Ρώσοι αιχμάλωτοι και Εβραίοι. Από αυτούς οι περισσότεροι σκοτώθηκαν είτε κατά την προσπάθειά τους, είτε αφού τους συνέλαβαν μετά την απόδραση. Ο αριθμός όσων κατόρθωσαν να διαφύγουν οριστικά αγγίζει τους 150.

Στις 6 Ιουλίου 1940 δραπετεύει από το στρατόπεδο ο πρώτος κρατούμενος, ο Ταντέους Βιεγόβσκι. Στις 19 Ιουλίου 1943, ως αντίποινα για την απόδραση κάποιων κρατουμένων και για τις επαφές τους με τον γειτονικό πληθυσμό, στον φόβο ότι θα διέρρεε το σχέδιο «Τελική Λύση» σε άλλους λαούς, οι Γερμανοί κρεμάνε στην αγχόνη 12 Πολωνούς·  πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημόσια εκτέλεση με απαγχονισμό, προς παραδειγματισμό.

Μία ακόμη θρυλική προσωπικότητα, που για αρκετούς ακόμη μένει ζωντανή στη μνήμη, ήταν η εβραϊκής καταγωγής Μάλκα (Μάλα) Ζίμετμπαουμ. Ευγενής φυσιογνωμία,  εκτοπίζεται στο Άουσβιτς το 1942, αλλά λόγω της ευρείας γλωσσομάθειάς της ορίζεται ως διερμηνέας, πράγμα που την κατατάσσει στους “προνομιούχους”. Μένει σε ξεχωριστό δωμάτιο με λίγους και διακεκριμένους, τρέφεται σωστά, δεν χρειάζεται να ξυρίσει τα μαλλιά της και να φορά τη διακριτική στολή του κατάδικου. Ταυτόχρονα, σταδιακά καταφέρνει να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη των Αρχών. Από αυτή τη θέση τής δίνεται η δυνατότητα να προσφέρει ποικιλοτρόπως, πρωτίστως στους πιο αδύναμους: προμηθεύει με τροφή, ρουχισμό και φάρμακα όσους μπορεί, απαλλάσσει από εξουθενωτική εργασία τους ασθενείς, σώζει μελλοθάνατους που επιλέγονται στη λεγόμενη “σελεξιόν” (“διαλογή”). Επιπρόσθετα, εξαιτίας της σχετικής άνεσης να μετακινείται μέσα στο στρατόπεδο, πληροφορεί τους συγγενείς για την τύχη των υπολοίπων, ενώ περιστασιακά στέλνει σε κωδικοποιημένη μορφή μηνύματα στον έξω κόσμο για να ενημερώσει συγγενικά πρόσωπα για τον θάνατο δικών τους.

Στις αρχές του 1944  γνωρίζει και ερωτεύεται τον Έντουαρντ (Έντεκ) Γκαλίνσκι, έναν Πολωνό κρατούμενο, έξι χρόνια μικρότερο. Λόγω της σχετικής ελευθερίας κινήσεων και των δύο, καταφέρνουν να συναντιούνται κρυφά. Όπως ακριβώς στο «1984» του Όργουελ, έτσι και στα ναζιστικά  στρατόπεδα συγκέντρωσης όλα τα συναισθήματα – και δη ο ρομαντισμός – όχι μόνο απαγορεύονται, αλλά και τιμωρούνται αυστηρά. Ο 20χρονος Έντεκ, ως μηχανικός, έρχεται σε επαφή με κρατούμενους από άλλα στρατόπεδα και με πολίτες έξω από το στρατόπεδο, στα πλαίσια κατασκευής υδραυλικών έργων. Η ευαίσθητη Μάλα ζώντας από κοντά και με στοιχεία – αριθμούς την κτηνωδία και καθώς οι μαζικές εξοντώσεις  στους θαλάμους αερίων αυξάνονται, νοιώθει ολοένα και πιο έντονα την ανάγκη να γνωστοποιήσει την αλήθεια. Για τον σκοπό αυτόν αποφασίζουν να αποδράσουν μαζί. Οι θέσεις και των δύο ευνοούν τον τρόπο με τον οποίο θα το επιτύγχαναν. Πράγματι, τον Ιούνιο του 1944 πετυχαίνουν την απόδραση. Παίρνοντας μαζί κάποια επίσημα έγγραφα που αποδεικνύουν τη φρίκη που συντελείται, η Μάλα παριστάνει τον κρατούμενο που πηγαίνει για δουλειά, ντυμένη με ανδρική φόρμα εργασίας και κρατώντας έναν νιπτήρα ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της και ο Έντεκ με κλεμμένη στολή προσποιείται τον φρουρό των Ες-Ες που τον συνοδεύει.  Η απόδραση πετυχαίνει, αλλά το ίδιο απόγευμα γίνεται αντιληπτή στην απογευματινή αναφορά («appell»). Οι  ανατριχιαστικές σειρήνες ουρλιάζουν, οι  Γερμανοί οργίζονται, χτυπούν χωρίς οίκτο, ανακρίνουν.

 Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 6 Ιουλίου, οι δύο νέοι εντοπίζονται, αναγνωρίζονται από τον αριθμό στον βραχίονα και συλλαμβάνονται. Οδηγούνται στο μπλοκ 11 του Άουσβιτς I, δωμάτιο φρικτών βασανιστηρίων. Βασανίζονται βάναυσα, μα δεν ομολογούν. Οδηγούνται στο Άουσβιτς II, για απαγχονισμό σε κοινή θέα, προς παραδειγματισμό. Η Μάλα κόβει με ξυράφι τον καρπό της. Ο φρουρός προσπαθεί να της αποσπάσει τη λεπίδα, αλλά εκείνη τον χτυπά στο πρόσωπο με το ματωμένο χέρι της και φωνάζει: «Θα πληρώσετε για τις πράξεις σας!», ενώ στρεφόμενη προς τους φυλακισμένους που παρακολουθούν,  τους  εμψυχώνει με τα λόγια: «Ήμουν ελεύθερη εκεί έξω! Το τέλος του πολέμου είναι κοντά. Να είστε δυνατοί! Να θυμάστε όλα όσα μας έκαναν. Ξεσηκωθείτε! Είστε χιλιάδες! Χτυπήστε τους! Είναι δειλοί».

Ο Έντεκ απαγχονίστηκε δημοσίως, με τους συγκρατούμενους να βγάζουν τα καπέλα τους από σεβασμό, ύστερα από παρότρυνση ενός. Το τέλος της Μάλα, ωστόσο, δεν είναι σαφές. Μαρτυρίες ανέφεραν πως είτε κατέληξε εξαιτίας της αιμορραγίας, είτε σε θάλαμο αερίων ή κάηκε ζωντανή στους φούρνους των κρεματορίων. Το πρόσωπό της ταυτίστηκε με την απαράμιλλη τόλμη, την αποφασιστικότητα, τη δύναμη, την αλληλεγγύη, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και την ήσυχη αντίσταση ενάντια στον πανταχού παρόντα τρόμο του Ολοκαυτώματος.

Στην Ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης, τη φρίκη έζησαν πρωτίστως οι Ειδικές Ομάδες Εργασίας των “Ζοντερκομάντο” (“Sonderkommando”).  Πρόκειται για γερούς, ρωμαλέους άνδρες, που επιλέγονταν ανάμεσα στα πλήθη που έφθαναν με τις αφίξεις των τρένων. Ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της “προετοιμασίας” των θαλάμων αερίων και τη συγκομιδή και αποτέφρωση των πτωμάτων. Αυτοί όχι μόνο έκαναν την πιο ανατριχιαστική δουλειά, αλλά και γνώριζαν το μεγάλο μυστικό των κρεματορίων, μα και τη δική τους τύχη. Ήξεραν πολύ καλά πως οι Γερμανοί, φοβούμενοι μη γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με τα υποχθόνια έργα τους, φρόντιζαν να τους εξολοθρεύουν κάθε τρεις μήνες. Είχαν λοιπόν διορία ένα τρίμηνο ζωής, καθώς τότε η ομάδα  θα αντικαθίστατο από νέα. Πρώτο καθήκον και μέλημά της, με την ανάληψη “εργασίας”,  ήταν η αποτέφρωση της προηγούμενης ομάδας.

Στις υποχρεώσεις τους συγκαταλεγόταν επομένως και η άκρα μυστικότητα. Ήταν αναγκασμένοι να λένε ψέματα από την αρχή ως την ώρα που οι μελλοθάνατοι έφθαναν στα “δωμάτια θανάτου”, τους θαλάμους αερίων. Ένα μέλος της Ειδικής Ομάδας Εργασίας που τόλμησε να πληροφορήσει τα θύματα για το τι τους περίμενε ρίχτηκε ζωντανός στις φλόγες του κρεματορίου, με τα υπόλοιπα μέλη να είναι υποχρεωμένα να παρακολουθούν τη φρικιαστική σκηνή. Αλλά και σε οποιαδήποτε τυχόν άρνηση ή παράβλεψη καθήκοντος είτε καίγονταν ζωντανοί στους φούρνους είτε εκτελούνταν στη στιγμή.

Κατά τη ναζιστική κατοχή, στα στρατόπεδα αφανισμού ανθρωπίνων ψυχών και σωμάτων σημειώθηκαν τρεις μεγάλες εξεγέρσεις με απόδραση. Οι δύο από αυτές έγιναν από άντρες των Ζοντερκομάντο. Το ανείπωτο μαρτύριο που καθημερινά βίωναν πυροδοτούσε το πάθος τους για αντίσταση. Ένα από τα περιστατικά που αναζωπύρωσαν την επανάστασή τους ήταν το εξής: Από μία αποστολή Εβραίων που έφθασε με το τρένο από την Κέρκυρα στο Άουσβιτς επιλέχθηκαν περίπου 400 Έλληνες, οι οποίοι αυτομάτως εντάχθηκαν στο δυναμικό της Ειδικής Ομάδας. Όταν αυτοί πληροφορήθηκαν ποιο θα ήταν το έργο τους αρνήθηκαν μαζικά, ακόμα κι όταν απειλήθηκαν με θάνατο, κάτι που εξόργισε τους Ναζί, με αποτέλεσμα να τους σκοτώσουν αμέσως. Παρά το αποτέλεσμα, το δυναμικό παράδειγμα εναντίωσης άσκησε φανερή επίδραση στους κρατουμένους ως μια ηρωική πράξη αντίστασης, ανορθώνοντας το ηθικό τους.

Στις 2 Αυγούστου του 1943 σημειώθηκε εξέγερση στο στρατόπεδο Τρεμπλίνκα, στην κατεχόμενη Πολωνία. Έχοντας βάσιμες υποψίες πως θα εκτελούνταν άμεσα, οι άνδρες των Ζοντερκομάντο κατάφεραν να εισδύσουν στην αποθήκη των όπλων. 700 επιτέθηκαν στους φρουρούς, ενώ ένοπλοι Εβραίοι έβαλαν φωτιά σε κτίρια και σε ένα βυτιοφόρο καύσης. Εκατοντάδες  όρμησαν στην πύλη προσπαθώντας να διαφύγουν. Πολλοί πυροβολήθηκαν και 300 κατάφεραν να δραπετεύσουν. Οι Γερμανοί κάλεσαν ενισχύσεις. Εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό με αυτοκίνητα και άλογα. Περίπου 80 κατάφεραν να διαφύγουν, ενώ τους υπόλοιπους τους εκτέλεσαν. Εν τούτοις, η λειτουργία των θαλάμων αερίων στο εν λόγω στρατόπεδο διεκόπη για ένα μήνα.

Στις 14 Οκτωβρίου του 1943 συντελέστηκε μία πολύ τολμηρή αλλά και επιτυχημένη προσπάθεια αποτίναξης της ναζιστικής κυριαρχίας. Ο λόγος για το στρατόπεδο Σόμπιμπορ, στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας με την Ουκρανία, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο στυγερά εργοστάσια θανάτου. Η γεωγραφική θέση του Σόμπιμπορ, η κάλυψή του από πλούσια βλάστηση, καθώς και ο σιδηροδρομικός άξονας που περνούσε από τη μικρή, αραιοκατοικημένη  κωμόπολη, διαμόρφωσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη δημιουργία του στρατοπέδου εξόντωσης. Κατασκευάστηκε αμέσως μία παρακαμπτήριος της βασικής σιδηροδρομικής  γραμμής που κατέληγε στο στρατόπεδο, εξυπηρετώντας έτσι τις ραδιούργες μεταγωγές με τρένα. Οι μεταγόμενοι που δεν επιλέγονταν για καταναγκαστική, δουλική  εργασία έβρισκαν αποτροπιαστικό θάνατο σε ειδικά διαμορφωμένους θαλάμους αερίων, όπου κινητήρας διοχέτευε μονοξείδιο του άνθρακα. Από εκεί ρίπτονταν  σε τεράστιους λάκκους και καίγονταν ανά εκατοντάδες.  Ήθελαν να τους εξαφανίσουν, να εξαλείψουν κάθε απομεινάρι τους. Ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Η απόπειρα απόδρασης ξεκίνησε από μία μικρή ομάδα που τη σχεδίασε με λεπτομέρεια. Κατορθώθηκε μυστικά η σταδιακή εξολόθρευση των περισσότερων φρουρών των SS. 11 από αυτούς δολοφονήθηκαν με τσεκούρια και μαχαίρια από φυλακισμένους, ενώ ταυτόχρονα έκοψαν τα καλώδια ρεύματος και τηλεφώνου, ώστε να μην μπορούν να καλέσουν ενισχύσεις. Οι κατάδικοι εδώ κλήθηκαν να αποδράσουν μαζικά, δηλαδή και οι 600 που κρατούνταν στο στρατόπεδο. Ρίχνοντας την κεντρική πύλη και κόβοντας συρματοπλέγματα, κατέφυγαν στο δάσος. Αρκετοί πυροβολήθηκαν από τους φύλακες των πύργων ελέγχου, ενώ άλλοι φονεύθηκαν από νάρκες του περιβάλλοντος ναρκοπεδίου. Δραπέτευσαν περί τους 300, οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν στο δάσος, μέρος όμως αυτών εξολοθρεύτηκαν στο ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε. Εξαιτίας της εξέγερσης και της μεγάλης απόδρασης ακολούθησε ματαίωση των δραστηριοτήτων του στρατοπέδου. Δόθηκε εντολή για κατεδάφιση των κτισμάτων και δενδροφύτευση στο συγκεκριμένο χώρο, προκειμένου οι Γερμανοί  να εξαφανίσουν κάθε ίχνος των αρρωστημένων ιδεών τους.

Στο Άουσβιτς τολμήθηκε εξέγερση στις 7 Οκτωβρίου 1944. Μία ομάδα Ζοντερκομάντο που βρίσκονταν στο κρεματόριο IV του Άουσβιτς II εξεγέρθηκε όταν έμαθε ότι θα θανατώνονταν. Σημαντικός παράγοντας στη λήψη της απόφασης  για την εξέγερση ήταν η παρουσία αρκετών  Εβραίων της Ελλάδας. Οπλισμένοι με σφυριά, τσεκούρια, φτυάρια και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σκότωσαν τρεις φρουρούς και ανατίναξαν το κρεματόριο και τον διπλανό θάλαμο αερίων. Παράλληλα, κρατούμενοι στο κρεματόριο II ακινητοποίησαν  τους φύλακες και προσπάθησαν να παραβιάσουν τον περιμετρικό φράκτη του στρατοπέδου. Εκατοντάδες επιχείρησαν να δραπετεύσουν, αλλά σχεδόν όλοι εντοπίστηκαν και εκτελέστηκαν. Τα εκρηκτικά που χρησιμοποίησαν τα προμηθεύονταν από καιρό κρυφά και τα έκρυβαν σε τρύπες στους τοίχους του κτιρίου του κρεματορίου. Στο έργο αυτό συνεργάζονταν κάποιες Εβραίες  που εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία σε κοντινό εργοστάσιο πυρομαχικών, σε συνεννόηση με φυλακισμένους Εβραίους που εργάζονταν στη «Union» (εταιρεία παρασκευής εκρηκτικών υλών). Η μεταφορά των υλικών διευκολύνονταν από γυναίκες που δούλευαν  στο συγκρότημα “Κάναντα”, όπου γινόταν διαλογή των κατασχεμένων υπαρχόντων των νεοαφιχθέντων που στέλνονταν στους θαλάμους αερίων, μιας και αυτό γειτνίαζε με το κρεματόριο. Οι Ναζί κατέστειλαν την εξέγερση σκοτώνοντας σχεδόν όλους που συμμετείχαν σε αυτή και απαγχονίζοντας μπροστά στα μάτια όλων  ̶  αφού πρώτα τις βασάνισαν  ̶  τις Εβραίες που μετέφεραν τα πυρομαχικά. Σε αυτόν τον ατιμωτικό και εξαιρετικά σπάνιο για γυναίκα θάνατο, μία από αυτές, η 23χρονη Ρόζα Ρομπότα, λίγο πριν σπρώξουν τη βάση κάτω από τα πόδια της, φώναξε: «Να είστε δυνατοί, κουράγιο!». Ήταν στις αρχές του 1945, λίγες μόλις μέρες πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου. Παρά τις απώλειες, το εγχείρημα θα μείνει στην Ιστορία ως ένας ζωντανός θρίαμβος ενάντια στην Αυτοκρατορία των Ναζί. Το κατεστραμμένο κρεματόριο δεν ξαναχτίστηκε ποτέ. Έμεινε εκεί για να υπενθυμίζει τη δύναμη της τόλμης κατά της καταπίεσης και του δικαίου απέναντι στην άφατη αδικία.

Μαρτυρία μέλους των Ζοντερκομάντο, η οποία βρέθηκε μετά τον πόλεμο θαμμένη στο έδαφος του περίβολου των κρεματορίων και αναφερόταν στην προετοιμασία του ξεσηκωμού, τονίζει ότι οι κατάδικοι ήξεραν ότι δεν θα γλίτωναν τη ζωή τους, αλλά προτίμησαν να πεθάνουν μαχόμενοι από το να περιμένουν τον θάνατό τους. Χαρακτηριστικά, ο εβραϊκής καταγωγής Θεσσαλονικιός Μαρσέλ Νατζαρή, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες Ζοντερκομάντο του Άουσβιτς, αναφερόμενος σε όσους έστω και χωρίς ελπίδα δοκίμασαν έξοδο και θυσιάστηκαν, σημειώνει πως έπεσαν, αλλά «έστω διά ολίγα λεπτά ευρέθησαν ελεύθεροι».

Οι εξεγέρσεις θα μείνουν για πάντα ένα φωτεινό σύμβολο ενάντια στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον στραγγαλισμό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Θα αποδείξουν  ότι ακόμη και σε συνθήκες εκμηδενισμού της ανθρώπινης υπόστασης στα κάθε λογής στρατόπεδα, η φλόγα της αντίστασης συνέχιζε να καίει. Κι αυτό γιατί υπάρχει μία αστείρευτη πηγή που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του που λέγεται δύναμη, ελπίδα.

 Δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συγγραφή του διαχρονικού «1984», το Σύστημα εξακολουθεί να τρέφεται ολοένα και πιο πολύ με τις σάρκες των σημερινών “κρατουμένων”. Στο σύγχρονο «Κόμμα» του Όργουελ, που είναι ειδικά σχεδιασμένο ώστε να μετατρέπει τα ανθρώπινα πρόσωπα σε πειθήνια όργανα και να συντηρεί τον εαυτό του εξαλείφοντας εγκαίρως όποια δυνάμει απειλή, η σκέψη και ο λόγος οφείλουν να υποτάσσονται στην απόλυτη εξουσία. Ωστόσο, δεν αρκεί η εξευτελιστική υποδούλωση, η εξουθένωση και η απογύμνωση από την αξιοπρέπεια, ούτε η καταστροφή της ατομικότητας. Ο νέος δυνάστης διψά για τον ολοκληρωτικό έλεγχο του νου και την ηθελημένη παράδοση των θυμάτων του.

Οι μορφές καταστολής επιβάλλονται πλέον εύκολα και γρήγορα μέσω της παράχρησης της τεχνολογίας. Στη σύγχρονη τυραννία όλα τίθενται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του «Μεγάλου Αδελφού» και της «Αστυνομίας  Σκέψης». Όπου κι αν βρίσκεται κανείς, ακόμη κι αν είναι μόνος, κάθε πτυχή της ζωής του ελέγχεται δίχως συχνά να το καταλαβαίνει. “Έξυπνα” ρολόγια καταγράφουν πιστά τα βήματά του, ακόμη και τους χτύπους της καρδιάς του. Ο άνθρωπος έχει αποδεχθεί το γεγονός πως παρακολουθείται σε τέτοιο βαθμό, ακόμη και μέσα στο σπίτι του, στις προσωπικές στιγμές του. Και το τραγικότερο είναι πως το ευρύ κοινό συγκατατίθεται σε αυτό με χαρά, πρόθυμο να παραδώσει όλες τις ελευθερίες του και – γιατί όχι – και τον ίδιο του τον εαυτό θυσία σε έναν αλλότριο θεό.

 Η Τεχνολογία κάνει τα πάντα γι’ αυτόν και φθάνει στην ύβρη να υπόσχεται άμεσα να αντικαταστήσει τον ρόλο του Δημιουργού, ενώ συνάμα εγωιστικά βρυχάται για μωρά που  «γεννιούνται» από τεχνητές μήτρες. Παιδιά – τέρατα στερημένα μητρότητας, (καθ)υστερημένα συναισθηματικά και νοητικά και άρα πιο εύκολα χειραγωγήσιμα.

Επιπροσθέτως, ο μοντέρνος σκλάβος αποστερείται θεμελιωδών αξιών, της θρησκείας, της ιστορίας και της γλώσσας του. Πρόκειται για μία πολιτική που έχει εσκεμμένα απλοποιήσει υπερβολικά τη γλώσσα, καταργώντας συνεχώς λέξεις και αντικαθιστώντας τες με άψυχα,  απρόσωπα εικονομηνύματα σε μία προσπάθεια να μειώσει το πνευματικό επίπεδο του ανθρώπου και να ελαχιστοποιήσει το φάσμα της σκέψης. Ο κόσμος, κάνοντας χρήση μιας νέας διαλέκτου, μιας “νοηματικής” που ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε, γυρνά σε πρωτόγονες κοινωνίες με απείρως περιορισμένη έκφραση. Η γλώσσα όχι απλά  παύει να εξελίσσεται, αλλά μοιάζει να αργοπεθαίνει.

 Σε πιστή αναλογία με το σήμερα, ο εφιάλτης του οργουελικού «Μεγάλου Αδελφού», μα και της κάθε λογής αυταρχικής κυριαρχίας θέτει το ανθρώπινο πρόσωπο σε κίνδυνο αφανισμού. Ακούγεται παράλογο, αλλά ο πολίτης του σήμερα συμμορφούμενος στα εκάστοτε στανικώς επιβαλλόμενα παράλογα μέτρα, δείχνει απρόθυμος να καλλιεργήσει τη σκέψη του ακόμη κι αν αυτό δεν συνιστά πια έγκλημα, που τιμωρείται στο μυθιστορηματικό  «δωμάτιο 101», το δωμάτιο των βασανιστηρίων. Τελικά, το «έγκλημα σκέψης» («thoughtcrime») του «1984», μοιάζει να θέλει να διαιωνίζεται, κατά έναν παρανοϊκό τρόπο. Ο μετ-άνθρωπος του 21ου αιώνα με κομπασμό καυχάται για την ανεξαρτησία και την υπεροχή του ακόμη και έναντι του Θεού. Μήπως όμως δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι έχει ηθελημένα παραδοθεί σε ένα άλλο «δωμάτιο 101», για να πειστεί πως τελικά δεν έπρεπε να σκέπτεται; Κι όμως, έχει αγαπήσει τη σκλαβιά του.

Ο Όργουελ στο «1984» γράφει προφητικά: «Αν υπάρχει ελπίδα, έγραψε ο Γουίνστον, βρίσκεται στους προλετάριους». Ο «προλετάριος», ο κοινός πολίτης, είτε μόνος είτε με άλλους θα μεταφέρει τη δάδα για την πάταξη του ολοκληρωτισμού. Ενάντια στον παραλογισμό καλείται  να κρατήσει το μυαλό του ζωντανό, όπως κράτησαν όλοι εκείνοι ζωντανό τον νου και το κορμί τους και να μεταλαμπαδεύσει το μήνυμα  ̶  δίνοντας και το αίμα του αν χρειαστεί  ̶   ότι «2 + 2 = 4». Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

«Αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, δεν θα επαναστατήσουν
κι αν δεν επαναστατήσουν, δεν θα αποκτήσουν συνείδηση»
(Τζορτζ  Όργουελ)  

Προηγούμενο

«Δεν γίνεται να μπαίνεις στην πολιτική με ένα σπίτι και να βγαίνεις …με 46!»

Γράψτε απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλή