Κάλλας και Ζελένσκι ζητούν πόλεμο μέχρι τέλους! «Πίεση στη Ρωσία και κυρώσεις»
Η διαδρομή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι βαθιά σημαδεμένη από σκιές διαπλοκής, πολιτικής ισχύος και οικονομικών δοσοληψιών που συχνά έφεραν το προσωπείο της “χορηγίας”. Δύο από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα που αποκάλυψαν τη στενή – και πολλές φορές σκοτεινή – σχέση επιχειρηματιών και κομμάτων είναι οι υποθέσεις του Γιώργου Κοσκωτά τη δεκαετία του ’80 και του Θεόδωρου Τσουκάτου στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αν και χρονικά απέχουν περίπου 15 χρόνια, τα δύο περιστατικά φωτίζουν ένα κοινό μοτίβο: την αδυναμία του πολιτικού μας συστήματος να προστατευθεί από εξαρτήσεις και την ευκολία με την οποία σημαντικά ποσά διακινούνταν προς όφελος κομματικών μηχανισμών.
Ο “τραπεζίτης” της εποχής του Ανδρέα
Η περίπτωση του Γιώργου Κοσκωτά υπήρξε τομή για τη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία. Ένας άνθρωπος άγνωστος στο ευρύ κοινό, που επέστρεψε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του ’80, κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να ανέλθει στην κορυφή του ελληνικού τραπεζικού και εκδοτικού κόσμου. Κατέλαβε θέσεις-κλειδιά στην Τράπεζα Κρήτης, εξαγόρασε την ίδια την τράπεζα, ίδρυσε εκδοτικό συγκρότημα (με εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικό σταθμό), κι έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες της χώρας – με εμφανή πολιτική επιρροή.
Η απογείωσή του συνέπεσε με την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κοσκωτάς διατήρησε επαφές με πολλά κυβερνητικά στελέχη και υπουργούς της περιόδου. Έδωσε δάνεια, εξασφάλισε προσβάσεις, και φέρεται να συντηρούσε δίκτυο επιρροής σε μέσα ενημέρωσης, τράπεζες και πολιτικούς.
Το 1988, η κατάρρευση ήρθε αιφνιδιαστικά: αποκαλύφθηκε τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης χρημάτων από την Τράπεζα Κρήτης. Ο Κοσκωτάς διέφυγε, συνελήφθη στη Βραζιλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Η υπόθεση πήρε διαστάσεις εθνικής κρίσης, και οδήγησε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο το 1991, με την κατηγορία της «παθητικής δωροδοκίας». Τελικά, ο Παπανδρέου αθωώθηκε με οριακή πλειοψηφία, αλλά η φήμη του πολιτικού συστήματος είχε ήδη υποστεί σοβαρό πλήγμα.
Το βασικό ερώτημα που παρέμεινε ανοιχτό: Ήταν ο Κοσκωτάς ένα ανεξέλεγκτο φαινόμενο ή δημιούργημα της εξουσίας; Αν και δεν αποδείχθηκε ποτέ δικαστικά ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός γνώριζε ή συμμετείχε, το πολιτικό σκηνικό της εποχής του πρόσφερε – αναμφίβολα – το πεδίο για την ανεξέλεγκτη εκτόξευση ενός τέτοιου «παίκτη».
Ο «στρατηγός» των ταμείων του ΠΑΣΟΚ
Η δεκαετία του ’90 φέρνει στο προσκήνιο τον Θεόδωρο Τσουκάτο. Οικονομολόγος, οργανωτικός νους του εκλογικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και στενός συνεργάτης του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Στα τέλη της δεκαετίας, στην υπόθεση Siemens, ο Τσουκάτος θα βρεθεί στο επίκεντρο, όταν θα αποκαλυφθεί ότι είχε παραλάβει το ποσό του 1 εκατομμυρίου μάρκων (περίπου 500.000 ευρώ) από λογαριασμό συνδεόμενο με τη γερμανική πολυεθνική.
Ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ την πράξη. Αντιθέτως, παραδέχθηκε ότι το παρέλαβε και – όπως δήλωσε – το κατέθεσε στα κομματικά ταμεία του ΠΑΣΟΚ, για ενίσχυση της προεκλογικής εκστρατείας του 2000. Υποστήριξε μάλιστα ότι η πρακτική των «ανεπίσημων χορηγιών» ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο Τσουκάτος αθωώθηκε τελικά από την κατηγορία του ξεπλύματος χρήματος, καθώς δεν υπήρξε προσωπική του ωφέλεια.
Ωστόσο, η υπόθεση άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τη διαφάνεια στη χρηματοδότηση των κομμάτων. Αν πράγματι ένα κόμμα κυβερνά επί δεκαετίες με «δωρεές» που δεν δηλώνονται επίσημα, ποια είναι η πολιτική του νομιμοποίηση; Τι είδους δεσμεύσεις δημιουργούνται έναντι εταιρειών, όταν αυτές ενισχύουν οικονομικά προεκλογικούς αγώνες;
Το ΠΑΣΟΚ της εποχής αρνήθηκε επισήμως ότι παρέλαβε τέτοιο ποσό ή ότι καταγράφηκε στα βιβλία του. Δεν έγινε ποτέ εσωκομματική έρευνα. Η υπόθεση έκλεισε χωρίς θεσμικές αλλαγές. Η Ελλάδα μπήκε σταδιακά στη μνημονιακή εποχή, και το πολιτικό ενδιαφέρον μετατοπίστηκε αλλού.
Από τη διαπλοκή στην κανονικότητα;
Οι δύο υποθέσεις, Κοσκωτά και Τσουκάτου, λειτουργούν σαν καθρέφτης δύο διαφορετικών αλλά συγγενών εποχών. Ο πρώτος, εκμεταλλεύτηκε την πολιτική παντοδυναμία του ΠΑΣΟΚ της «Αλλαγής», σε ένα αδιαφανές τραπεζικό και επικοινωνιακό τοπίο. Ο δεύτερος, λειτούργησε μέσα σε ένα πιο θεσμικό περιβάλλον, αλλά με παρόμοιες ανοχές και πρακτικές.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα κόμματα δεν ανέλαβαν ουσιαστικά την ευθύνη. Ούτε απολογήθηκαν, ούτε άλλαξαν τις πρακτικές τους. Οι «χορηγίες» αντιμετωπίστηκαν ως φυσική συνέχεια της πολιτικής πραγματικότητας, και οι θεσμοί ως μηχανισμοί κάλυψης και όχι ελέγχου.
Η ελληνική κοινωνία έμαθε να ζει με τη σκιά της διαπλοκής, ενώ τα κόμματα επέβαλαν τη δική τους «λογιστική» της ηθικής: ό,τι δεν αποδεικνύεται, δεν υπάρχει.
Τι άλλαξε σήμερα;
Η σύγχρονη πολιτική τάξη μπορεί να εμφανίζεται πιο “νοικοκυρεμένη”, αλλά οι μηχανισμοί εξουσίας και χρήματος παραμένουν ισχυροί. Η χρηματοδότηση των κομμάτων εξακολουθεί να είναι ένα γκρίζο πεδίο, τα μέσα ενημέρωσης συχνά λειτουργούν ως παραρτήματα οικονομικών συμφερόντων και η πραγματική διαφάνεια παραμένει ζητούμενο.
Η διαδρομή από τον Κοσκωτά στον Τσουκάτο είναι πολύτιμη όχι γιατί αφορά δύο πρόσωπα, αλλά γιατί αποκαλύπτει πώς η εξουσία στην Ελλάδα στήριξε – και στηρίχτηκε από – το χρήμα. Και κυρίως, πώς το πολιτικό σύστημα δεν είχε, και ίσως ακόμα δεν έχει, τα αντανακλαστικά να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τους ισχυρούς χρηματοδότες του.