Έκτακτα νέα:

Vinkmag ad

(ΥΠ)ΑΝΘΡΩΠΟΙ – ΑΡΙΘΜΟΙ

Της Ελένης Αργυροπούλου – Σαραφοπούλου πτ. Κοινων. Θεολογίας

«Για να κατακτήσεις  ένα έθνος, πρώτα αφόπλισε τους πολίτες του»

(Αδόλφος Χίτλερ)

«Αυτό είναι το σημάδι με το οποίο σημαδεύονται οι σκλάβοι και τα βοοειδή

που στέλνονται στη σφαγή και αυτό είναι που έχετε γίνει.

Δεν έχετε πλέον όνομα – αυτό είναι το νέο σας όνομα»

(Από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν»)

Ιούνιος 1940, Πολωνία. Ένα από τα μεγαλύτερα συμπλέγματα στρατοπέδων που έμελλε να στιγματίσει ανεπανόρθωτα την παγκόσμια Ιστορία δέχεται τους πρώτους κρατούμενους. Χώρος παλαιού στρατώνα,  επιλεγμένος από τον αρχηγό των γερμανικών Ες Ες (SS)  Χάινριχ Χίμλερ, ο τόπος γρήγορα μετατρέπεται σε κολαστήριο με το όνομα «Άουσβιτς I», για να ακολουθήσουν σταδιακά και δύο ακόμη συγκροτήματα: Άουσβιτς II – Μπίρκεναου και Άουσβιτς  III – Μόνοβιτς. Κάλυπτε  έκταση 40 χιλιομέτρων και αποτελούνταν  από 39 δευτερεύοντα στρατόπεδα και τα τρία κύρια. Εκεί θα διαδραματιστεί μια από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες απανθρωποποίησης και  αφανισμού του ανθρωπίνου είδους. Σύντομα εκεί θα συντελεστεί η μεταμόρφωση ανθρωπίνων όντων σε πανομοιότυπες σκελετωμένες μονάδες μέσα σε μια ανώνυμη μάζα, μέσω μιας φρικιαστικής διαδικασίας ριζικής αποστέρησης από κάθε δικαίωμα, ακραίου φόβου, ελέγχου, ολοκληρωτικού εξευτελισμού και αποπροσωποίησης.

 Το σχέδιο της Ναζιστικής Γερμανίας με το όνομα «Τελική Λύση» είχε ήδη ξεκινήσει. Η «Άρια Φυλή» οραματιζόταν μια φυλετικά αμιγή και παραγωγική κοινωνία. Για τον σκοπό αυτόν  διέθετε ακραίες στρατηγικές για την εξόντωση των ανθρώπων που θεωρούσε «ανάξιους ζωής»: Εβραίοι, πολιτικοί κρατούμενοι,  Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, Ρομά, ομοφυλόφιλοι,  διανοητικά  άρρωστοι, ανάπηροι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, μαύροι της Γερμανίας, καθολικοί ιερείς, διανοούμενοι, αντιστασιακοί, εγκληματίες, μετανάστες και οι αποκαλούμενοι ως «αντικοινωνικοί» (άστεγοι, πόρνες, ζητιάνοι, προαγωγοί, αλκοολικοί).

Το πλάνο εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού διαφόρων χωρών της Ευρώπης, αλλά  και  άλλων  μειονοτήτων, είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει σε εφαρμογή. Οι διώξεις των Εβραίων από τη γερμανική επιβολή είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1933. Καταπάτηση περιουσιών, στέρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών και στιγματισμός: κίτρινο αστέρι στο πέτο για κάθε  Εβραίο από 5 ετών και άνω, περιορισμός στον χρόνο και στην ακτίνα ελεύθερης κυκλοφορίας και μετακίνησης, απαγόρευση εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο κ.ά. Πολύ σύντομα  περιορίζονται σε ειδικά γκέτο, από τα οποία και τελικά αποστέλλονται στα στρατόπεδα εξόντωσης – αφού  πρώτα καταγραφούν. Μαζί τους παίρνουν μία βαλίτσα με τα άκρως αναγκαία – το μόνο που τους επιτρέπεται – και την ψυχρή εξαπάτηση για μία δήθεν καλύτερη ζωή.

Σε τρένα κατασκευασμένα για μεταφορά ζώων στοιβάζονται χιλιάδες άνθρωποι κάθε φορά, κατά κύριο λόγο Εβραίοι, αλλά και όσοι επιλέγονται για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 80 -100 ανά βαγόνι, ταξιδεύουν όρθιοι σε ασφυκτικές συνθήκες, χωρίς τροφή και νερό, χωρίς παράθυρα, με ένα βαρέλι για πόσιμο νερό και ένα άλλο για την κάλυψη των φυσικών αναγκών. Μετά από πολυήμερο ταξίδι, τα τρένα φθάνουν στο Άουσβιτς.

 Όσοι αποβιβάζονται ζωντανοί  μέσα στο σκοτάδι της νύχτας νιώθουν τα μάτια τους να τυφλώνονται από τους δυνατούς προβολείς. Από μακριά φαίνονται καπνοί να βγαίνουν από πανύψηλες καμινάδες. Οι άγριες φωνές των Γερμανών τους εντάσσουν σε μια σειρά, με σκοπό τη διαλογή.  Ένας Γερμανός γιατρός ονόματι Μένγκελε, μαζί με συνεργάτες του αποφασίζει με μια γρήγορη κίνηση του καρπού του προς ποια κατεύθυνση θα πάει ο καθένας, δεξιά ή αριστερά. Εύρωστοι ενήλικες και κατά προτίμηση άνδρες κατάλληλοι να εργαστούν επιλέγονται  για να ζήσουν προσωρινά και προορίζονται  για καταναγκαστική εργασία, ενώ ηλικιωμένοι, αδύναμοι, άρρωστοι, γυναίκες με μωρά, έγκυες και παιδιά στέλνονται με φορτηγά στους θαλάμους αερίων.

Τα φορτηγά σταματούσαν μπροστά στη μεγάλη πύλη με την ζωηρά φωτισμένη επιγραφή «ARBEIT MACHT FREI» («Η εργασία απελευθερώνει»). Τι τραγική ειρωνεία, όμως! Τις πύλες εκείνη τη στιγμή διέσχιζαν κρατούμενοι, οι πλείστοι των οποίων ήταν μελλοθάνατοι…

Πάνω από το 80% των νεοαφιχθέντων κατευθύνονταν στον θάνατο. Αφού τους αφαιρούσαν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα (που τους συνέδεαν με την προηγούμενη ζωή τους), τους οδηγούσαν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα. Με πρόσχημα πως θα κάνουν μπάνιο, τους γύμνωναν και τους έκλειναν κατά χιλιάδες με τα χέρια υψωμένα ψηλά, ώστε να χωρούν περισσότεροι, σε χώρο που έμοιαζε με μπάνιο. Εκεί, από την οροφή έριχναν τους  θανατηφόρους κρυστάλλους φαρμάκου που είχε αρχικά σχεδιαστεί για απολύμανση και εξολόθρευση παρασίτων, του γνωστού Zyklon B. Η απελευθέρωσή του στον αέρα σκορπούσε τον θάνατο μέσα σε είκοσι λεπτά. Εν συνεχεία, τα πτώματα περισυλλέγονταν από ειδική ομάδα κρατουμένων, τους λεγόμενους «Ζοντερκομάντος» και ρίχνονταν ανά δύο ή και τρία κάποιες φορές (συμπεριλαμβανομένου παιδιού)  στους φούρνους, τα κρεματόρια. Τέτοιο ήταν το μένος του ναζισμού κατά του ανθρωπίνου σώματος, που ήθελε να το εξαφανίσει παντελώς, χωρίς να δοθεί ποτέ η δυνατότητα να ταφεί και να διαβαστεί όπως θα του έπρεπε. Αυτή η διαδικασία αποτελούσε κρυφό μυστικό· αν διέρρεε από κάποιον, η τιμωρία του ήταν να καεί ζωντανός μέσα στους φούρνους, πράγμα που συνέβη σε μεμονωμένα περιστατικά. Προκειμένου να τηρηθεί άκρα μυστικότητα, τα μέλη αυτής της ομάδος κρατουμένων αντικαθίσταντο κάθε τρεις μήνες, βρίσκοντας και αυτοί τραγικό θάνατο σε θάλαμο αερίων.

Τις στάχτες  μάζευαν οι ίδιοι και τις έριχναν σε κοντινές λίμνες και δάση. Επίσης, χρησιμοποιούνταν ως ύλη για παρασκευή πράσινων σαπουνιών, με την προσθήκη αμυγδαλέλαιου, με σκοπό να αλλοιωθεί η πτωματική οσμή.

Όσοι απέφευγαν τον άμεσο θάνατο και επιλέγονταν για εργασία, συστηματικά απογυμνώνονταν από την προσωπική τους ταυτότητα. Οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα καλούνταν να ακολουθήσουν μια σειρά ενεργειών, σαν αλυσίδα παραγωγής. Σκοπός ήταν να εγκαταλείψουν τα πάντα που τους συνέδεαν με την προηγούμενη ζωή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο θα ακολουθούσαν μία επώδυνη και ταπεινωτική διαδικασία, σύμβολο της τελικής τους μετάβασης στον απόλυτο εκμηδενισμό.  Αρχικά παρέδιδαν οτιδήποτε τους ανήκε, παπούτσια, ρούχα, βαλίτσα, μαγειρικά σκεύη, γυαλιά, χρήματα και κάθε ίχνος χρυσαφικού (βέρες κ.ά.). Όλα τα τιμαλφή κατάσχονταν και φυλάσσονταν σε ειδικό χώρο που τον ονόμαζαν «Κάναντα» («Canada»), σε αντιπαραβολή της χώρας του Καναδά που ήταν συνδεδεμένος με τον πλούτο. Στη συνέχεια  τους ξύριζαν το κεφάλι, τους γύμνωναν  και τους οδηγούσαν για μπάνιο. Εκεί έρχονταν σε επαφή με την αγριάδα των SS: πρώτα τους άνοιγαν το παγωμένο νερό και ξαφνικά το γυρνούσαν στο καυτό. Έπειτα τους έδιναν τις στολές. Ένα άθλιο ριγωτό ύφασμα πολύ ενοχλητικό στο δέρμα, σακάκια και παντελόνια για τους άνδρες, φορέματα εργασίας για τις γυναίκες. Τα παπούτσια, συχνά ξύλινα τσόκαρα ήταν ακατάλληλα για τα πόδια τους και προκαλούσαν φοβερές πληγές.

Η τελευταία πράξη στην τελετουργία  “εγγραφής” στο στρατόπεδο ήταν τα τατουάζ στο εσωτερικό μέρος  του αριστερού βραχίονα.  Ήταν μια πρακτική που άρχισε να εφαρμόζεται τον Οκτώβριο του 1941, αφού ως τότε οι αριθμοί αναγνώρισης κρατουμένων ράβονταν σε στολές, στην αριστερή πλευρά του στήθους. Το σειριακό αυτό νούμερο στο χέρι  έμελλε να γίνει το πλέον αναγνωρίσιμο σημάδι του Ολοκαυτώματος. Κάθε κρατούμενος καταχωρούνταν επίσημα στο στρατόπεδο με έναν αριθμό με τη μέθοδο της δερματοστιξίας. Πρώιμα χρησιμοποιούνταν μια μεταλλική στάμπα για να “τυπωθεί” ο αριθμός στο δέρμα και το μελάνι εγχυόταν στο τραύμα. Στη συνέχεια όμως οι SS εισήγαγαν μια νέα μέθοδο με “δίδυμες” βελόνες. Δύο πένες, η μία πάνω στην άλλη: η μια τρυπούσε το δέρμα, η άλλη έχυνε από πάνω σινική μελάνη και χάρασσε για πάντα έναν μοναδικό, προσωπικό αριθμό. Τον ίδιο αριθμό τον έγραφαν σε πανί και τον έραβαν πάνω στα ρούχα τους, τόσο στο πέτο όσο και στην πλάτη. Την ίδια ώρα, χρησιμοποιούνταν και ιδιαίτερα σύμβολα/γράμματα για να καθίσταται εφικτή η διάκριση μεταξύ των ειδικών ομάδων -μειονοτήτων.

Ο εντεταλμένος προς τούτο δερματοστίκτης του Άουσβιτς στάμπαρε γρήγορα και οδυνηρά στη σάρκα των κρατουμένων ένα – ένα τα ψηφία που τους είχαν δοθεί. Από εκείνη την ώρα, οι φυλακισμένοι συνειδητοποιούσαν για τα καλά πως  είχαν χάσει τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν ήταν πια πρόσωπα, ανθρώπινα όντα με ονόματα· ένοιωθαν πως πια είχαν γίνει απλά ένας αριθμός που μαρκάρονταν για πάντα  στον πήχη του χεριού τους. Το όνομά τους τώρα ήταν το νούμερο στο χέρι. Άλλωστε, πανομοιότυποι  καθώς ήταν και με ξυρισμένα κεφάλια, δεν αναγνώριζαν πια εύκολα ούτε τους συγγενείς  τους. Ήταν πλέον ανώνυμα δείγματα χωρίς αξία, αριθμοί σε μια απογραφή αναλώσιμου υλικού, όπου άλλοι θα όριζαν τις ζωές και τις τύχες τους. Ήταν  οι σημαδεμένοι, που δεν ανήκαν  στον εαυτό τους, αλλά σε ένα σατανικό, πανίσχυρο σύστημα. Σε αυτό δεν βρίσκονταν πλέον αλφαβητικά, αλλά κατ’ αριθμόν, μέσα σε τεράστια ντοσιέ που κρεμούσαν με γάντζους, σαν κρεμάστρες.

«Από κείνη τη στιγμή ήμουν διαγραμμένη. Από κείνη τη στιγμή πέρασα στην ανυπαρξία· όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά και για τον εαυτό μου» υπογραμμίζει η Ελληνίδα επιζήσασα, πολιτική κρατούμενη Βάσω Σταματίου, καθώς θυμάται τα μεγάλα κόκκινα «Χ» που τους έβαζαν στα ρούχα, τόσο στην πλάτη όσο και μπροστά, ως ένδειξη ότι ήταν κρατούμενες.

Την παγερή εξαπάτηση που είχαν υποστεί την ένοιωθαν ακόμη περισσότερο ψάχνοντας για τα δικά τους συγγενικά πρόσωπα, με τα οποία είχαν συνταξιδέψει. Σύζυγοι, γονείς, παιδιά. Οι ερωτήσεις ελάχιστες. Οι απαντήσεις σύντομες και ασαφείς. Κανείς δεν ήξερε, μα ούτε και μπορούσε να φανταστεί πως οι καπνοί που έβλεπε από μακριά να βγαίνουν από τις τεράστιες ενεργές καμινάδες  ίσως είχαν μέσα και κάποιον δικό του… Άλλωστε, ήταν όλοι τόσο εξουθενωμένοι, διαλυμένοι  και πεινασμένοι για να σκεφθούν.

Οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες. Οι έγκλειστοι κοιμούνταν σε κλειστούς, αποπνικτικούς  ενιαίους χώρους κατά το πλείστον  χωρίς παράθυρα, χωρητικότητας απείρως μικρότερης από τον αριθμό που στέγαζαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κοιτώνες ήταν  στάβλοι που προορίζονταν για άλογα. Οι έγκλειστοι κοιμούνταν κυρίως σε κουκέτες με σανιδοκρέβατα ανά 5 ή 6, σε χώρο που κανονικά χωρούσε τους μισούς. Για να χωρούν, κοιμούνταν  γυρισμένοι στο πλάι, στοιβαγμένοι ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Για στρώμα είχαν άχυρα μολυσμένα με παράσιτα όπως ψείρες, ψύλλους και κοριούς.

Οι κρατούμενοι δικαιούνταν μόνο μία στολή και ένα ζευγάρι παπούτσια, πράγμα που τους έκανε να κοιμούνται συχνά με αυτά, για να μην τους τα κλέψουν. Αν τα έχανες, ήσουν άξιος της τύχης σου. Επίσης, στη μέση τους είχαν δεμένο το ατομικό πιάτο, στο οποίο έτρωγαν και το οποίο έπρεπε να φυλούν καλά μην  χάσουν, γιατί θα τιμωρούνταν.

Η σίτιση ήταν τραγικά φτωχή και ανεπαρκής. Ένα καφέ, πικρό υγρό για πρωινό, ζουμί με ίχνη πατατόφλουδας – η αποκαλούμενη «σούπα» – για μεσημέρι. Επιπλέον, μία φέτα ψωμί – συχνά μουχλιασμένο – και σε ορισμένες περιπτώσεις μία μικρή κουταλιά φθηνή μαργαρίνη κι ένα δείγμα κομματιού λουκάνικο.

 Στην τουαλέτα είχαν δικαίωμα να πάνε δύο φορές την ημέρα από είκοσι δευτερόλεπτα ο καθένας. Οι συνθήκες υγιεινής τραγικές. Εξαιτίας αυτού εκδηλώνονταν αρρώστιες όπως δυσεντερίες, τύφος και φυματίωση.

Κάθε πρωί στις 5 γινόταν  προσκλητήριο σε αναφορά, το λεγόμενο «Appell». Εκεί οι κρατούμενοι στέκονταν σε φάλαγγες, στη σειρά για παρουσιολόγιο, πράγμα που κρατούσε ώρες, ασχέτως των καιρικών συνθηκών. Στη συνέχεια, μετά από ένα άθλιο πρωινό μηδενικής θερμιδικής αξίας,  ξεκινούσαν για τη δουλειά. Τον συγχρονισμένο βηματισμό στους σχηματισμούς του φασισμού της ομοιομορφίας  συνόδευε – πόση διαστροφή!  – η ορχήστρα του στρατοπέδου, αποτελούμενη από κρατουμένους…

Απαγορεύονταν οι συναθροίσεις εγκλείστων, καθώς  επίσης και κάθε ίχνος συναισθήματος, ενδιαφέροντος, ενσυναίσθησης προς τον συγκρατούμενο. Κάθε παράβαση τιμωρούνταν βάναυσα. «Όλα τα συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Το ξύλο και η πείνα δε σου άφηναν περιθώρια να κάνεις άλλες σκέψεις. Η μοναδική σκέψη όλων μας ήταν πώς θα επιζήσουμε», διηγείται η Ελληνίδα επιζήσασα  Βάσω Σταματίου. Άλλος πρώην κρατούμενος θυμάται: «Η πειθαρχία ήταν σκληρή. Μιλούσαμε όσο γινόταν λιγότερο, υπολογίζαμε τις συνέπειες κάθε πράξης μας, είχαμε μάτια για τη δουλειά και ό,τι μας αφορούσε και γίναμε τυφλοί για τους άλλους».

 Τακτικά γινόταν η λεγόμενη «σελεξιόν», η διαλογή δηλαδή των πιο αδύναμων και των αρρώστων, οι οποίοι και οδηγούνταν απευθείας στους θαλάμους αερίων. Ήταν ένα ψυχολογικό μαρτύριο, κατά  το οποίο οι φυλακισμένοι μάζευαν όλες τους τις δυνάμεις για να μη δείξουν ανίκανοι και γίνουν ένα από τα θύματα που επιλέγονταν.

Κατάδικοι χρησιμοποιούνταν ως εργατικά χέρια, τόσο για λογαριασμό του Ράιχ, όσο και για μεγάλες γερμανικές εταιρείες – κολοσσούς, με τεράστια γι’ αυτές συμφέροντα. Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό πως το στρατόπεδο Άουσβιτς III το χρηματοδοτούσε ο μεγάλος όμιλος IG – Farben, του οποίου μια θυγατρική ήταν αυτή που παρασκεύαζε το δηλητηριώδες αέριο Zyklon B που χρησιμοποιούνταν στους θαλάμους αερίων. Τόσο η πρώτη εταιρεία, όσο και η Bavarian Motor Works (BMW) που παρήγαγε μηχανές αυτοκινήτων επιδίωκαν διακαώς τη χρήση φυλακισμένων ως πηγή εργασίας χωρίς κόστος. Επίσης, γυναίκες κρατούμενες αγοράζονταν από γερμανικές φαρμακευτικές εταιρείες  για διεξαγωγή πειραμάτων έναντι ευτελούς τιμήματος. Και φυσικά με την επιτυχή ολοκλήρωση του πειραματισμού, το δείγμα αχρηστεύονταν… Άλλωστε, πηγή εκμετάλλευσης αποτέλεσαν ακόμη και τα μαλλιά και τα προσωπικά αντικείμενα των εγκλείστων.

Όμως, η  συναλλαγή της  Ιατρικής με τον φασισμό δεν σταματά εδώ. Η ακραία διαστροφή άκουγε στο όνομα  Γιόζεφ Μένγκελε.  Στο περίφημο «Μπλοκ 10» του Άουσβιτς Ι,  ο διακεκριμένος γιατρός – «Άγγελος του θανάτου» διεξήγαγε ακραία ιατρικά πειράματα – βασανιστήρια χωρίς τη χρήση αναισθησίας. Πρόκειται για την πιο φρικιαστική πρακτική πολιτικής παρέμβασης στην Ιατρική. Μια θανατοπολιτική, στο όνομα της ιατρικής επιστήμης, στα πλαίσια της ναζιστικής φυλετικής ιδεολογίας και της ευγονικής. Ήταν βασισμένη στο «Πρόγραμμα Ευθανασίας», γνωστό και ως «Aktion 4» («Δράση 4»), με το οποίο δολοφονούνταν ανάπηροι ασθενείς σωματικά και ψυχικά. Τα απάνθρωπα πειράματα σύμφωνα με την ιατρική του ομάδα σκοπό είχαν να “συνεισφέρουν” στην επιστημονική έρευνα και την “ευημερία” της γερμανικής “ανώτερης” φυλής και δη των στρατιωτών, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες. Κατά τη διάρκεια αυτών των εγκληματικών πειραματισμών δοκιμάστηκαν τα όρια της αντοχής του ατόμου στο ψύχος, στη δίψα, στον πόνο κλπ. Αντικείμενα ιδιαίτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος σε αυτά τα “κέντρα ιατρικών ερευνών” ήταν μεταξύ άλλων η στειρότητα και η αναπαραγωγική ικανότητα. Αξιοσημείωτη ήταν η εμμονή σε πειράματα με παιδιά – διδύμους, τα οποία ο Μένγκελε ξεγελούσε  προσφέροντας γλυκά για να τα καλοπιάσει.  

Το τι πραγματικά  συνέβαινε μέσα στα στρατόπεδα  ήταν άψογα σφραγισμένο μυστικό. Η δυνατότητα να διαρρεύσει κάτι έπρεπε να αποκλειστεί με οποιοδήποτε μέσο.  Έτσι, δεν υπήρχε δυνατότητα απόδρασης. Η ναζιστική τρομοκρατία είχε προβλέψει και γι’ αυτό, ντύνοντας περιφράξεις χιλιομέτρων με ηλεκτροφόρα σύρματα. Στις λίγες προσπάθειες που έγιναν για να δραπετεύσουν, οι περισσότεροι εκτελούνταν επιτόπου, ενώ από τους λίγους που κατάφεραν να απομακρυνθούν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί,  τους πιο πολλούς τους συνέλαβαν λίγες ώρες ή μέρες μετά την απόδραση. Η τιμωρία ήταν άκρως παραδειγματική, με ανατριχιαστικά βασανιστήρια και απαγχονισμό μπροστά στα μάτια όλων των καταδίκων.

Οι έγκλειστοι δούλευαν ώρες ολόκληρες υπό την απειλή μαστιγίων και άγριων σκύλων. Όσοι λύγιζαν τιμωρούνταν παραδειγματικά, μαστιγώνονταν  ή και θανατώνονταν. Αλλά και όποια ανυπακοή ή λάθος μπορούσε να στοιχίσει μια ζωή. Πέρα από την εξουθενωτική εργασία, τους υποχρέωναν σε αποτρόπαια βασανιστήρια μέσα στο κρύο ή τη ζέστη. Κάποιοι δεν άντεχαν και έπεφταν εσκεμμένα στους ηλεκτροφόρους φράκτες. Αν εντοπίζονταν πριν προλάβουν να τους αγγίξουν, πυροβολούνταν, ώστε να μην έχουν δικαίωμα ούτε στην αυτοκτονία.

Για τη ναζιστική κουλτούρα οι κρατούμενοι ήταν βιολογικά κατώτερα όντα· δεν ήταν άνθρωποι, αλλά εχθροί του Ράιχ. Ο θεσμοθετημένος σαδισμός, η τρομοκρατία και η βαρβαρότητα  ήταν τρόπος ζωής, ενώ οι “κλειδούχοι” φρόντιζαν να τηρείται η τάξη μέσω του φόβου και της βίας. Εξάλλου, ισχυρή πεποίθηση του Χίτλερ ήταν πως  «ο φόβος είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο».

Οι κατάδικοι ζούσαν σε μια μόνιμη κατάσταση ψυχολογικού πολέμου, αγωνίας, τρόμου, φρίκης, ενοχής, αδυναμίας, εξαθλίωσης, ολοκληρωτικού  ελέγχου και υποταγής. Μάλιστα, η πειθαρχία στην τάξη τηρούνταν όχι μόνο από τους φρουρούς, αλλά και από μια ομάδα επιλεγμένων από τους Ναζί κρατουμένων – αρχηγών των θαλάμων, τους λεγόμενους «Κάπος» («Kapos»). Αυτοί, γυναίκες και άνδρες – ανάλογα το στρατόπεδο – ήταν  συχνά πολύ αγριότεροι από τους Γερμανούς.  Ήταν αναγκασμένοι να φέρονται άψογα, γιατί οποιοδήποτε λάθος τους – ένδειξη συμπόνιας σε συγκρατούμενο θα τους γυρνούσε στη θέση τους, πράγμα που σήμαινε τον θάνατό τους  από τους ίδιους τους καταδίκους. Οι Ναζί είχαν άρτια οργανωμένο το σχέδιό τους…

Ασθένειες, τσουχτερό κρύο, ασιτία, απουσία κατάλληλου ρουχισμού και περίθαλψης, εξαντλητική καταναγκαστική εργασία, άθλιες συνθήκες υγιεινής,  απροκάλυπτη βία και αφανισμός αγαπημένων προσώπων συντελούσαν στην ολοένα και αυξανόμενη εξάλειψη οποιασδήποτε εναπομείνασας  δύναμης και αξιοπρέπειας. Παράλληλα, συχνές ήταν οι εκτελέσεις και οι παραδειγματικοί απαγχονισμοί μπροστά στα μάτια όλων σε αγχόνες που βρίσκονταν σε κοινή θέα. Αυτή ήταν η πολιτική  της ονομαζόμενης «γερμανικής νέας τάξης» («German new order»), όρος ο οποίος – καθόλου τυχαία – παραπέμπει στη σύγχρονη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» («New World Order»).

Συγκλονίζει η μαρτυρία του επιζώντος του στρατοπέδου Μπέργκεν – Μπέλσεν Βενιαμίν Καπόν, που αναφέρει το φρικιαστικό γεγονός όταν, για να κρατηθούν στη ζωή, αναγκάστηκαν να φάνε πτώματα: «Εκεί δεν έβλεπες χώμα, μόνο νεκρούς έβλεπες, όλοι πεθαμένοι σε στοίβες  και στο χώμα. Είχαμε τους νεκρούς ως μαξιλάρι, άλλος έτρωγε πεθαμένους – να μην πω ότι έτρωγα κι εγώ –  δεν υπήρχε φαΐ,  δεν υπήρχε τίποτα».

Στο κλίμα αποσύνθεσης, σκλαβιάς, ολοκληρωτικού ελέγχου, υποταγής και εξαθλίωσης ο σκοπός είχε επιτευχθεί: Ανθρωπομηδενισμός. Σε μια τέτοια αδιανόητη κόλαση επί γης, όπου δεν πετούσαν πουλιά στον μαυρισμένο από τα φουγάρα ουρανό και όπου δέσποζε η μυρωδιά της καμένης σάρκας,  το απόλυτο κακό είχε έρθει για να συντρίψει την έννοια του ανθρώπου. Τα στρατόπεδα – εργοστάσια παραγωγής θανάτου έγιναν αίτια στο να αισθανθεί κανείς τι σημαίνει να ζεις σαν αριθμός, σαν ένα γρανάζι σε αλυσίδα  μηχανής ενός καταχθόνιου συστήματος εξόντωσης. Νεκροί εγκαταλελειμμένοι  πριν τον ανώνυμο θάνατο, νούμερα χωρίς αξία.

Ογδόντα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς,  η Ιστορία όχι απλά μοιάζει να επαναλαμβάνεται, αλλά να απειλεί. Η γνωστές ως  «δίκη της Νυρεμβέργης» και  «δίκη των Ιατρών» μπορεί να απέδωσαν δικαιοσύνη, αλλά τα εγκλήματα και οι πειραματισμοί κατά της ανθρωπότητας συνεχίζονται τόσο μέσω ενός ιατρικού φασισμού, όσο και ως πολιτική πρακτική. Παράλληλα, στη θέση της ναζιστικής τυραννίας μια παγκόσμια κυβέρνηση με παγκόσμιο έλεγχο από μια κεντρική μονάδα απαιτεί κοινό συγχρονισμό όλων των συστημάτων.

Σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο ψηφιακού ολοκληρωτισμού και αποσύνθεσης των αξιών, με τη βοήθεια ενός πανέξυπνου συστήματος ολοκληρωτικού ελέγχου και καταγραφής των πάντων, ο άνθρωπος εκουσίως σπεύδει να παραδοθεί σε σκλαβιά. Δε χρειάζεται ο Μεγάλος Αδελφός να κάνει χρήση του μαστιγίου του, ούτε να εξαπολύσει στρατό από τα  τρομακτικά  γερμανικά ποιμενικά σκυλιά του για να μαντρώσει σε ένα σύγχρονο στρατόπεδο συγκέντρωσης τους καταδίκους του.

Ο “έξυπνος” πολίτης παραδίδει με χαρά την ψυχή και το σώμα του μαζί με όλα τα προσωπικά του δεδομένα στο “έξυπνο” σύστημα και δεν διστάζει να χαρίσει ακόμη και την ταυτότητά του σε κοινή θέα, στραγγαλίζοντας οικειοθελώς την ελευθερία του σε θαλάμους αερίων. Αποκομμένος  από την αληθινή παιδεία και τις ουσιώδεις αξίες, δεν σέβεται την αξιοπρέπειά του και μετατρέπεται ηθελημένα σε άνθρωπο – αριθμό. Νούμερο μιας  κοινωνικής βαθμολόγησης και περιβαλλοντικής πίστωσης, απόλυτα αναλώσιμος, όπως τα αναλώσιμα που χρησιμοποιεί με σύντομη ημερομηνία λήξεως. Άγεται και φέρεται σαν άλλος κρατούμενος – αριθμός, χάνοντας την έννοια της μοναδικότητας του  ανθρωπίνου προσώπου, το κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, με το οποίο είναι πλασμένος και προικισμένος, αλλά και το πολυτιμότερο δώρο που Εκείνος του χάρισε, την ελευθερία του.

 Στα πλαίσια της ατζέντας  απογραφής κάθε πτυχής της γης, της κοινωνίας και αυτού ακόμη του ανθρώπου, επιχειρείται η καταγραφή και ο έλεγχος κάθε απλής κίνησης, κάθε σκέψης. Γι’ αυτόν τον λόγο ολοένα και επιταχύνεται, διαφημίζεται και προωθείται μια διαδικασία σμίκρυνσης του χώρου και του μυαλού. Διαμερίσματα – κλουβιά προβάλλονται όλο και περισσότερο από τα ΜΜΕ και προτείνονται ως “έξυπνη” επιλογή·  φωσφοριζέ κολωνάκια  περιορίζουν τον χώρο σε δρόμους που ολοταχώς γεμίζουν από κάμερες, προοιωνίζοντας    τις πόλεις των 15’.

Ο “έξυπνος” άνθρωπος – δεσμώτης της θεάς Τεχνολογίας μέσα σε σύγχυση υποχωρεί άκριτα και αβίαστα σε μια διαδικασία χειραγώγησης και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μέσα σε έναν τεχνολογικό καταιγισμό – οργασμό περιορίζει τη γλώσσα, την έκφραση, τη σκέψη και εν τέλει την ελευθερία του. Στον ρόλο των SS η οργουελική Αστυνομία της Σκέψης και του Λόγου.  Δεν του μένει όμως πολύς χρόνος να αντιληφθεί πως κάποιες αδηφάγες καμινάδες τον περιμένουν να μπει ως σώμα με σάρκα και οστά και να βγει ως στάχτη…

«Δεν έχετε έρθει σε σανατόριο, αλλά σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης…

και ο μόνος τρόπος να φύγετε από δω είναι μέσα από τις καμινάδες των κρεματορίων»

(Καρλ Φριτς)

Προηγούμενο

Ο ΠΟΥ επιμένει στις… ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ – Όταν ΟΛΟΙ βλέπουν άλλα και οι “ειδικοί” σωπαίνουν!

Επόμενο

Ανανέωσε στον Ηρακλή Λάρδου ο Λόρενς Ντερστίλα

Γράψτε απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλή