«Ο κόσμος ανάποδα!» Ο Ρούμπιο ξεσπά: «Οι ΗΠΑ θέλουν ειρήνη, η Ευρώπη μιλάει για πόλεμο!»
Μπροστά στο αδιέξοδο που δημιούργησε η απόρριψη του ρωσικού φυσικού αερίου και η εμμονή στην πράσινη μετάβαση, η Ευρώπη αρχίζει να κάνει πίσω. Οι θριαμβολογίες για «καθαρές» μορφές ενέργειας δίνουν τώρα τη θέση τους στη σκληρή πραγματικότητα: η ενεργειακή επάρκεια είναι πλέον αβέβαιη και οι πολίτες πληρώνουν το τίμημα.
Το Βέλγιο αποφάσισε να δώσει τέλος σε μια πολιτική 22 ετών που κρατούσε δεμένα τα χέρια της χώρας στον ενεργειακό τομέα. Το κοινοβούλιο ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία υπέρ της κατάργησης του ομοσπονδιακού νόμου του 2003, ο οποίος απαγόρευε την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών. Την εποχή εκείνη, η πυρηνική ενέργεια κάλυπτε σχεδόν το 50% των αναγκών της χώρας, αλλά οι αντιδραστήρες της έφταναν στο τέλος της ζωής τους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη από το 2014 είχε εγκριθεί η παράταση ζωής των δύο νεότερων αντιδραστήρων – απόφαση που είχε ληφθεί πριν ακόμη ξεσπάσει η γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία. Σήμερα, η αποσύνδεση από τους ρωσικούς αγωγούς καθιστά την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια όχι απλώς αναγκαία, αλλά επιβεβλημένη.
Ο Βέλγος υπουργός Ενέργειας, Ματιέ Μπιε, παραδέχθηκε σε επίσημη δήλωσή του ότι η χώρα χρειάζεται «ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα που να ανταποκρίνεται στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες». Όπως τόνισε, η απόφαση είναι στρατηγικής σημασίας για τη θωράκιση της εθνικής ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής σταθερότητας.
Η αλλαγή στάσης δεν περιορίστηκε μόνο στην κυβέρνηση. Ακόμη και το Πράσινο Κόμμα, που μέχρι πρότινος ήταν φανατικά αντίθετο στην πυρηνική ενέργεια, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Η πίεση από τις υψηλές τιμές ενέργειας και το κόστος ζωής οδήγησε στην παραδοχή ότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η πυρηνική ενέργεια αποτελεί μονόδρομο.
Αν και ο νέος νόμος δεν προβλέπει ακόμα την ανέγερση καινούργιων πυρηνικών σταθμών, δημιουργεί το νομικό πλαίσιο για μια τέτοια εξέλιξη στο μέλλον. Το Βελγικό Πυρηνικό Φόρουμ, με δηλώσεις του, χαρακτήρισε τον νόμο του 2003 «βαρύ σφάλμα με σοβαρές συνέπειες» για την ενεργειακή πολιτική της χώρας.